Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

 

Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ,

 

     Κωνσταντίνα Ζηροπούλου, Δρ. Θεατρολογίας Μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

 

«Με ενδιαφέρει η ψυχαναλυτική πλευρά των πραγμάτων. Αν δεν ήμουν συγγραφέας, σίγουρα θα ήθελα να ήμουν ψυχαναλύτρια»,[1] ανέφερε το 2006 η Λεία Βιτάλη, σε συνέντευξή της, με αφορμή την παράσταση του έργου της Addio del Passato, που πραγματεύεται την αρχετυπική σχέση μάνας-κόρης.

 

Κυρίαρχη, αναμφίβολα, είναι η ψυχαναλυτική διάσταση στο σύνολο της δραματουργίας της Λείας Βιτάλη, που διαπιστώνεται ήδη από το πρώτο της κιόλας έργο (Ευάννα, 1990) μέχρι το πρόσφατο Ζεϊμπέκικο (2013) -περίοδος κατά την οποία η συγγραφέας έχει καταθέσει δώδεκα θεατρικά έργα, με σκηνική παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και αρκετές τιμητικές διακρίσεις. Αυτός ο ψυχαναλυτικός πυρήνας του δραματικού μύθου υποστηρίζεται από ένα είδος ρεαλιστικής γραφής, στην οποία ενσταλάζονται στοιχεία ονειρικά, αίροντας συχνά τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.

 

Στα δύο αυτά πεδία, αφενός, το ψυχαναλυτικό, και, αφετέρου, της σύζευξης ρεαλισμού και ονείρου ανιχνεύεται, κατ’ αρχάς, η δραματουργική ταυτότητα της συγγραφέως από άποψη θεματικής και αισθητικού ύφους αντίστοιχα. Ωστόσο, τα πιο συγκεκριμένα θέματα που απαντούν σχεδόν επίμονα στο δραματικό σύμπαν της Βιτάλη αλλά και οι τεχνικές μέσω των οποίων συντελείται η θεατρική μετουσίωσή τους, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία.  

 

Ο έρωτας αποτελεί σχεδόν πάντα τον κινητήριο μοχλό της δράσης των προσώπων. Έρωτας ψυχαναλυτικός, επί της ουσίας ανεκπλήρωτος και μη ανταποδοτικός, είναι το ζητούμενο που πάντα θα διαφεύγει. Εκφράζεται κυρίως μέσω της έντονης σαρκικής επιθυμίας κι ενός πάθους απόλυτα αυτοκαταστροφικού (Ζεϊμπέκικο), υποκινείται από ανάγκη επιβολής και επικράτησης επί του άλλου, πυροδοτείται από την απαγόρευση (συχνότατα είναι τα ερωτικά τρίγωνα στα έργα της, βλ. λ.χ. Αγάπα με, Θηρία στην αποθήκη, Το γεύμα, Rock story, Τζιν Φιζ, Addio del passato κ.ά) και αναλίσκεται εύκολα, αποκαλύπτοντας με σκληρότητα στους ίδιους τους ήρωες αλλά και τον θεατή το υπαρξιακό κενό που ελλοχεύει πίσω από κάθε, εξ ορισμού μάταιη, ερωτική συνύπαρξη. Έτσι, οι σχέσεις των δύο φύλων προβάλλουν άλλοτε ανταγωνιστικές και άλλοτε θλιβερά συμβατικές (βλ. λ.χ. To μεγάλο παιχνίδι, Το γεύμα, Αγάπα με), υπαγορευόμενες από κοινωνικές επιταγές οικονομικής και κοινωνικής καταξίωσης. Αιτήματα αγάπης, αποδοχής και αλληλοκατανόησης, άγνωστα ως τότε στους ίδιους τους ήρωες-φορείς τους, προβάλλουν ισχυρά στο τέλος αυτής της επίπονης πορείας τους προς την αυτογνωσία.  

 

Οι πυρηνικές σχέσεις μάνας-γιου (Rock story), μητέρας - κόρης (Addio del passato), πατέρα - γιου (Θηρία στην αποθήκη) αλλά και όσες άμεσα έλκονται από αυτές, όπως οι σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια (Addio del passato, Rock story), είναι στο επίκεντρο της προβληματικής της Βιτάλη. Δραματικά πρόσωπα με ματαιωμένες φιλοδοξίες και όνειρα, προσωπικές αποτυχίες και συναισθηματική ανεπάρκεια είναι, κατά κανόνα, οι γονείς των, εκ προοιμίου αποτυχημένων, νεαρών ηρώων της συγγραφέως που αναμετρώνται, άνισα, με οδυνηρά βιώματα και μνήμες του παρελθόντος.

 

Στους νέους, άλλωστε, και ό,τι η νεότητα συμβολίζει είναι σταθερά προσανατολισμένο το θέατρό της. Αμφισβήτηση, επαναστατικότητα, αντίδραση στο κατεστημένο και τη συντήρηση, τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία είναι η στάση που υιοθετούν οι νέοι στα περισσότερα από τα έργα της, επιχειρώντας να προκαλέσουν τις δικές τους ρωγμές στον κοινωνικό ιστό που τους τυλίγει. Αυτή η «ροκ» στάση ζωής, όταν βέβαια συντελείται στους κόλπους μιας βαθειά νοσούσης κοινωνίας -την οποία δεν διστάζει να καταγγείλει η συγγραφέας-, μπορεί να φέρει τους νέους αντιμέτωπους με το έγκλημα. Είτε κατά των άλλων (Θηρία στην αποθήκη) είτε και κατά του εαυτού: «Θέλω να σας πω, παίδες, ότι δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας απολύτως λόγος για να μπερδευτείτε με την ηρωίνη. Δεν μπορεί να σου δώσει κανένα όραμα, καμιά ψευδαίσθηση, καμιά γαμημένη έμπνευση», τραγουδούσε με την κιθάρα του, πριν βέβαια από τη μοιραία δόση, ο Λεό, κεντρικός ήρωας στο Rock story.

 

Σύμφυτο με το στοιχείο το καταγγελτικό, που θίξαμε μόλις παραπάνω, αλλά με χαρακτήρα αυτόνομο, είναι το στοιχείο το πολιτικό, που συχνά διαγράφεται έντονο στο θέατρο της συγγραφέως. Η πολιτική διάσταση διαπιστώνεται άλλοτε στις ίδιες τις δραματικές καταστάσεις, εντός των οποίων κινούνται τα δρώντα πρόσωπα (βλ. λ.χ. Το μεγάλο παιχνίδι, Αγάπα με), και άλλοτε στην ταυτότητα των ίδιων των προσώπων (Το γεύμα, Θηρία στην αποθήκη). Στην πρώτη περίπτωση η συγγραφέας θέτει στο στόχαστρο τα χρηματοοικονομικά συστήματα του Δυτικού κόσμου, τα μεγάλα συμφέροντα και τις διάφορες εκφάνσεις της φιλελεύθερης πολιτικής, ενώ στη δεύτερη εστιάζει περισσότερο στην ανάγκη για κοινωνική καταξίωση, μέσα όμως σε ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που ακυρώνει την ανθρώπινη υπόσταση.

 

Συνεπώς, το θέατρο της Λείας Βιτάλη δεν επικεντρώνεται στον περιθωριακό αλλά στον ενταγμένο. Η συγγραφέας στρέφει το ενδιαφέρον της, κυρίως, στον ευυπόληπτο εκπρόσωπο της αστικής τάξης, τον επιτυχημένο καριερίστα, τον ήρωα που θέτει ως ύψιστο ιδεώδες την ανέλιξή του στην κοινωνική ιεραρχία (Το γεύμα, Θηρία στην αποθήκη, Αγάπα με!, Το μεγάλο παιχνίδι).  Και άρχεται η κτηνωδία και ο αλληλοσπαραγμός… Ποικίλες μορφές βίας τροφοδοτούν, ακολούθως, το θέατρό της με σκηνές ευφάνταστες, προκλητικές και ιδιαζόντως σκληρές. Η λύση του θανάτου δεν μπορεί παρά να έχει λυτρωτικό χαρακτήρα.

 

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διακειμενικός διάλογος που η συγγραφέας επιχείρησε με τους αρχαίους μύθους της Κλυταιμνήστρας και της Φαίδρας στα έργα της, Ροστμπίφ και Τζιν Φιζ, αντίστοιχα. Το πρώτο μάλιστα (Ροστμπίφ) έδωσε διαβατήριο στη Βιτάλη για τη θεατρική σκηνή του Λονδίνου (Riversides Studio) το 2004, αποσπώντας εγκωμιαστικά σχόλια κοινού και κριτικών. Η συγγραφέας προσεγγίζει τους αρχαίους μύθους με εμφανώς αναθεωρητική διάθεση, η οποία στην περίπτωση του Ροστμπίφ αποτυπώνεται ήδη στο δραματικό είδος του  κειμένου, που διατρέχεται από όλα τα χαρακτηριστικά της μαύρης κωμωδίας.  Η Κλυταιμνήστρα, περισσότερο φονική από όλες τις προγενέστερες εκδοχές της, σκοτώνει τα αρσενικά, όχι όμως τον Αγαμέμνονα, όταν έρθει η σειρά του, αφού, όπως αποκαλύπτεται, είναι και επιθυμεί να παραμείνει ερωτευμένη μαζί του για πάντα!

 

Ποικίλες εκφάνσεις του έρωτα, με κυρίαρχη αυτήν του ακραίου ομοφυλοφιλικού πάθους, διερευνά η Βιτάλη στην δική της εκδοχή της Φαίδρας, διατηρώντας σταθερά ορισμένα βασικά μοτίβα του αρχαίου μύθου και ανατρέποντας με παιγνιώδη διάθεση το κεντρικό: Η Φαίδρα, ιδιοκτήτρια ενός μπαρ της σύγχρονης εποχής, ταλανίζεται από ερωτικό πάθος όχι για τον γιο του άντρα της Ιππόλυτο, αλλά για την κόρη του Ιππολύτη, εξαιτίας της οποίας αυτοκτονεί, όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να την έχει δική της για πάντα.

 

Ως προς τα δραματουργικά μέσα και τις τεχνικές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η συγγραφέας χρησιμοποιεί, κατά κύριο λόγο, τον ρεαλισμό, ο οποίος συμφύρεται με στοιχεία φανταστικά και ονειρικά (Addio dell passato, Rock story, Ροστμπίφ κ.ά). Η ονειρική διάσταση επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από έναν ευφυή τρόπο χρήσης του δραματικού χρόνου, που επιτρέπει στα πρόσωπα διασκελισμούς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την πράξη που βιώνεται και την ανάμνηση που ανακαλείται. Ενισχυτική μιας ατμόσφαιρας που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, με απώτερο στόχο την αποκάλυψη της εσωτερικής αλήθειας των ηρώων, είναι επίσης η χρήση στοιχείων ενός θεάτρου που διεγείρει τις αισθήσεις (μουσική, αποτύπωση ήχων, μυρωδιές από φαγητά κ.ά.).

 

  Η πλοκή των έργων της υπακούει σε ορισμένους σταθερούς κανόνες: Οι δραματικοί τόποι είναι συνήθως κλειστοί και εσωτερικοί (μπαρ, αποθήκη, δωμάτιο νοσοκομείου, κουζίνα ή τηλεοπτικό πλατώ κ.ά.), όπως και όλο το δραματικό σύμπαν της Βιτάλη. Η υπόθεση εκκινεί συχνά από κάποιο αθώο παιχνίδι ή μια αφορμή που δεν προμηνύει την εξέλιξη που θα ακολουθήσει (Το γεύμα, Το μεγάλο παιχνίδι, Τζιν Φιζ κ.ά.). Συχνά μάλιστα η συγγραφέας εγγράφει στη συνέχεια των έργων στοιχεία γκροτέσκο, μαύρης κωμωδίας αλλά και θρίλερ (To μεγάλο παιχνίδι, Θηρία στην αποθήκη, Το γεύμα, Ροστμπίφ κ.ά).

 

Η αλληλοδιαδοχή των δραματικών γεγονότων πραγματοποιείται με γρήγορους ρυθμούς. Διαπιστώνεται πάντα κλιμάκωση και σημείο κορύφωσης του δραματικού μύθου. Αιφνίδιες αποκαλύψεις ανατρέπουν την πλοκή (Addio dell Passato: η κόρη εξομολογείται τη σχέση με τον εραστή της μητέρας της στην ίδια, Θηρία στην αποθήκη: η Ιστραλίς αποκαλύπτει στον νεαρό εραστή την παράλληλη σχέση της με τον πατέρα του, Τζιν Φις: η Φαίδρα μιλά στον άντρα της για τη σχέση της με την κόρη του κ.λ.π.). Στο τέλος υπάρχει πάντα ένα είδος κάθαρσης: οι ήρωες επαναπροσδιορίζονται μέσα από την οδύνη και συχνά τείνουν προς το φως (η κόρη θα συμφιλιωθεί με τη μάνα στο Addio dell Passato, ο Μανόλης με τον πατέρα του στο Rock story, ο Μιχάλης θα κάψει τα χρήματα που κέρδισε στο Μεγάλο παιχνίδι, ο Ζαννής θα θελήσει να στηρίξει την Άλκη στο Αγάπα με και η Δάφνη θα βρει το θάρρος να καταγγείλει στην αστυνομία το έγκλημα που διαπράχθηκε στο Γεύμα). Αυτή, άλλωστε, η διάσταση του έργου της κάνει το θέατρο της Βιτάλη -το απολύτως γνήσιο στις προθέσεις του- να φαίνεται, εν τέλει, αισιόδοξο.

 

 

 

[1] Βλ. συνέντευξη της Λείας Βιτάλη στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, Ελευθεροτυπία, 3 Ιανουαρίου 2006.


ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ


Κριτική Ζεϊμπέκικο (Βραϊμάκης)

 

 

Το μεγάλο λάθος είναι στάση ζωής...

 

Είδα το «Ζεϊμπέκικο» (Studio Μαυρομιχάλη) στην επίσημη πρεμιέρα με… ανεπίσημη ανυπομονησία να διαπιστώσω πώς ανέβηκε αυτό που είχα ακούσει και δει την άνοιξη στο Εθνικό, στο «αναλόγιο», και με είχε ενθουσιάσει. ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ! Αλλά το ίδιο καλό και ίσως καλύτερο το «χειμωνιάτικο» Ζεϊμπέκικο από το «ανοιξιάτικο». Η φίλη μου, η Λεία Βιτάλη, το τούμπαρε όλο! Σε πρόσωπα, πλοκή, δράση, αλλά κράτησε το πνεύμα. Εκείνο το πνεύμα τού ανατρεπτικού ρεμπέτη που δεν συμβιβάζεται, που δεν πουλάει την ψυχή και την τέχνη του στα νυχτομάγαζα – και ας το έχει ανάγκη μετά την κοινωνική του απομόνωση.

 

Ωραία δουλειά, ωραίο κείμενο και… πανωραίες σε ερμηνεία, σκηνική παρουσία, και τραγούδι οι δυο κοπέλες: η Στέλλα Κρούσκα και η Μαρία Κατσούλη. Αλλά ο Νινιός πρέπει να κάνει ρόλο ζωής! Τραγουδάει, παίζει, συνθέτει (κάτι μικρό στο σύνολο της μουσικής) και πείθει με το μότο τού έργου. Ότι δηλαδή «το μεγάλο λάθος είναι στάση ζωής». Μου άρεσε και η σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή… Όλα άψογα σε μια ακόμα καλή δουλειά της Βιτάλη.

 

 

Μου άρεσε και το (πλούσιο!) μουσικό πρόγραμμα που ακολουθεί μετά το τέλος, με τους τρεις ηθοποιούς να μεταβάλουν την σκηνή σε πάλκο και την πλατεία σε κοινό που απολαμβάνει (προσφέρεται και τσιπουράκι). Δηλαδή δυο παραστάσεις (θεατρική, μουσική) σε μία. Χωρίς… συσκευασία! Έτσι, χύμα… Χύμα από ιδεολογία όμως, από άποψη δηλαδή. Χύμα σαν τη ζωή  τού κεντρικού ήρωα, του «Λευτέρη» (αγαπημένο μου όνομα, υπάρχει λόγος!) Ο οποίος σήμερα γιορτάζει (ως ρόλος…) και είπα να γράψω ετεροχρονισμένα δυο λόγια, από τα πολλά που θα έπρεπε.

 


 

http://harddog-sport.blogspot.gr/2013/12/blog-post_15.html


«ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ»

 

της Λείας Βιτάλη

 

 

Κριτική από τον Λέανδρο Πολενάκη στην εφημερίδα ΑΥΓΗ

 

Στο Studio Μαυρομιχάλη άλλη μια παράσταση του «Έρωτα και της Ψυχής», στην πιο σκληρή εκδοχή. Πρόκειται για το νέο έργο της Λείας Βιτάλη (πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάη σε μορφή Αναλόγιου, στις «Αναγνώσεις» του Εθνικού), με τον τίτλο «Ζεϊμπέκικο».

Το έργο, γραμμένο κυριολεκτικά στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου, ενός ανδρικού χορού που «μιλάει» με τον θάνατο, μας λέει για την Ελλάδα του χθες και του σήμερα, για τον έρωτα, για το πάθος και για την καταστροφή. «Μέσα από την ιστορία ενός ανθρώπου που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ, που κυνηγήθηκε και απογειώθηκε, που έκανε τον εαυτό του παρανάλωμα... αναζητά την αλήθεια της ελληνικής ψυχής».

Ένας ασυμβίβαστος καλλιτέχνης αντιστέκεται στο σύστημα με τη ζωή και με τα τραγούδια του και βιώνει ακραίες καταστάσεις, ενώ το μόνο που αναζητά με πάθος είναι η αγάπη».

Το έργο είναι γραμμένο από γυναίκα συγγραφέα που ξέρει τη γυναικεία ψυχή και από αστή συγγραφέα που ξέρει καλά τους κώδικες του κόσμου για τον οποίο μιλά. Τους ξέρει επειδή αγαπά πραγματικά τον κόσμο αυτόν και δεν τον βλέπει διόλου με τα μάτια μιας «διαφωτισμένης», τάχα «ανώτερης» αστής. Αγαπά άμεσα και το ρεμπέτικο τραγούδι, όχι «από σπόντα». Είναι προφανές ότι της «μιλάει». Το αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι μια αληθινή λαϊκή τραγωδία, ίσως η αυθεντικότερη μέχρι σήμερα του θεάτρου μας. Το έργο της Λείας Βιτάλη έχει ιθαγένεια.

Ο Φώτης Μακρής σκηνοθέτησε την παράσταση συνθέτοντας ιδανικά το «μέλος» με τον «μύθο». Τη μουσική και το τραγούδι με τη δράση. Η μικρή ορχήστρα που παίζει ζωντανά γνωστά ή πρωτότυπα (Γιώργος Νι-νιός) τραγούδια (Θοδωρής Ζέης, Σπύρος Κουτρουμάνης, μαζί με τον Γιώργο Νινιό σε μουσική επιμέλεια του ίδιου), είναι ο άτυπος Χορός της Τραγωδίας. 0 Γιώργος Νινιός στον κεντρικό ρόλο του κορυφαίου και πρωταγωνιστή συνάμα, σαν μορφή μελανόμορφου αγγείου, μεταδίδει ακέραιο τραγικό ρίγος. Η Στέλλα Κρούσκα (γυναίκα) είναι μεστή και πλήρης, με εξαίρετη φωνή και σημαίνουσα σωματική κατάθεση. Η νεαρότατη Μαρία Κατσούλη, με διπλή σφραγίδα μουσικής και υποκριτικής δωρεάς, βάζει υποθήκες για ένα λαμπρό μέλλον.

Τα εμπνευσμένα σκηνικά και κοστούμια του Διονύση Μανουσάκη, οι λειτουργικοί φωτισμοί, τα άρτια βίντεο (Στέφανος Κοπανάκης) δένουν την παράσταση.

 

(15 Δεκεμβρίου 2013)

 

http://www.avgi.gr/article/1493372/%CE%84eros-kai-psuxi



Κριτική για το «ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ» της Λείας Βιτάλη (Του Δημήτρη Τσατσούλη)

 

Πολύτροπες γυναικείες (;) γραφές

 

 

Έχει φύλο η γραφή; Και αν ναι, ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της; Φαίνεται πως τα στερεότυπα της «γυναικείας» γραφής έχουν προ πολλού καταλυθεί και αυτό αποδεικνύουν στην πλειονότητά τους σύγχρονές μας συγγραφείς.

Λεία Βιτάλη, «Ζεϊμπέκικο» **Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής-Θεατρικός Οργανισμός Νέος Λόγος-Studio Μαυρομιχάλη

 

Η καταξιωμένη Λεία Βιτάλη αποδεικνύει του λόγου το αληθές, τέμνοντας, σε όλες τις κρυφές πτυχώσεις της, τη ζωή ενός λαϊκού συνθέτη, με το τελευταίο έργο της που φέρει ως τίτλο το χαρακτηριστικό ανδρικό χορό «Ζεϊμπέκικο», δείγμα ντομπροσύνης και λεβεντιάς.

 

Θέμα της η ζωή, η καλλιτεχνική πορεία και το έγκλημα ενός αυθεντικού λαϊκού καλλιτέχνη που καταλήγει στη φυλακή για απόπειρα δολοφονίας συγγενικού του προσώπου. Εμμεσα εμπνευσμένο από την περίπτωση του Ακη Πάνου, αλλά με ουσιαστικές διαφορές, το έργο, με συνεχή φλας μπακ, χωρίς χρονική σειρά, αποκαλύπτει τον άνθρωπο, τις αξίες του, τα λάθη του, την υπέρμετρη αγάπη του για την προγονή του, κόρη της δεύτερης γυναίκας του, ενώ η σκηνική δράση τοποθετείται στο σπίτι της πρώτης του συζύγου και βασικής ερμηνεύτριας των τραγουδιών του, στο οποίο ζούσε παλιά και στο οποίο επιστρέφει μετά την αποφυλάκισή του.

 

Ενδιάμεσα, σύντομες (βιντεοσκοπημένες) συνεντεύξεις του, προσωπικές εξομολογήσεις προς το κοινό του ίδιου, της γυναίκας του Στέλλας και της προγονής του Μυρσίνης, ενώ το έργο εμπλουτίζεται με δραματουργικά ενταγμένα στην υπόθεση τραγούδια όλων των προσώπων.

 

Μουσικό πάλκο

 

Πράγματι, απέναντι από τους θεατές έχει δημιουργηθεί ένα είδος πάλκου με τους Θοδωρή Ζέη (μπουζούκι) και Σπύρο Κουτρουμάνη (κιθάρα) που συνοδεύουν τους τρεις ηθοποιούς στα είκοσι σχεδόν τραγούδια που ακούγονται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Τραγούδια των Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Μπιθικώτση ή Χατζιδάκι, σε βαθμό που η παράσταση αναδεικνύεται παράλληλα σε πολύτιμη μουσική σκηνή. Που συνεχίζει το πρόγραμμά της και μετά το τέλος της παράστασης, προς τέρψιν των θεατών. Τα γνωστά λαϊκο-ρεμπέτικα διακόπτονται από τους ήχους τραγουδιών της Τζάνις Τζόπλιν που ερμηνεύονται αισθαντικά από τη Μαρία Κατσούλη (Μυρσίνη), ανακλώντας την εσώτερη ψυχική κατάσταση της προγονής.

 

Στο λιτό (με σχεδόν αθέατες εύγλωττες λεπτομέρειες) σκηνικό και στα δηλωτικά των προσώπων κοστούμια του Διονύση Μανουσάκη που σηματοδοτούν και τις χρονικές αλλαγές, ο Φώτης Μακρής έστησε μια γεμάτη από ήχους αλλά και εντάσεις παράσταση που παρακολουθείται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Τα ακριβή γεγονότα, αλλά και το μυστικό που ανατρέπει τα φαινόμενα, αποκαλύπτονται σταδιακά, αφού πρώτα έχει δημιουργηθεί μια σε βάθος ψυχογραφία των προσώπων και ειδικά του Λευτέρη. Μια φιλοσοφία ζωής ενός ασυμβίβαστου καλλιτέχνη που προτιμά να αποσυρθεί παρά να γίνει προϊόν προς κατανάλωση, αλλά και που απεγνωσμένα αποζητεί την αγάπη με τους δικούς του όρους.

 

Υποκριτικό ρεσιτάλ

 

Ο Γιώργος Νινιός, ένας ηθοποιός πολλαπλών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, δίνει εδώ ρεσιτάλ ερμηνείας στο ρόλο του Λευτέρη. Μελετημένη κινησιολογία, εναλλαγές εκφράσεων, πλήρης έλεγχος των φωνητικών εργαλείων που ουδέποτε υπερβάλλουν σε ένταση, αλλά διατηρούν έναν απόλυτα εσωτερικό ρυθμό που σκιαγραφεί την ουσία του δραματικού προσώπου. Καθοριστική, τέλος, η συμμετοχή του ως αφοπλιστικού για το πάθος που εκπέμπει τραγουδιστή αλλά και συνθέτη-στιχουργού του ομώνυμου του τίτλου του έργου τραγουδιού. Ο ίδιος, άλλωστε, ανέλαβε και τη μουσική επιμέλεια της παράστασης. Ενας απολαυστικός ηθοποιός με σπάνιο βάθος και ποιοτική δύναμη.

 

Δίπλα του, σε σχεδόν κόντρα ρόλο, αυτόν της γυναίκας του Στέλλας, η Στέλλα Κρούσκα μετατρέπεται περίτεχνα σε λαϊκή ερωτευμένη γυναίκα, αλλά και σε ικανή τραγουδίστρια. Η Μαρία Κατσούλη (Μυρσίνη) συμπληρώνει με τη λαϊκο-ροκ εμφάνιση και κατά στιγμές αμήχανη σκηνική συμπεριφορά της τη διανομή.

 

Η Λεία Βιτάλη εμβαθύνει με σπάνια ευαισθησία και τολμηρότητα στους δαιδάλους της ανδρικής ψυχοσύνθεσης. Μια παράσταση που αναμφίβολα αγγίζει το ευρύ κοινό σε ένα έργο ψυχολογικών αποχρώσεων, περίτεχνης δομής, στιβαρής σκηνοθεσίας, γεμάτο αγαπημένα τραγούδια συγκινητικά ερμηνευμένα.

 

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ (Ελευθεροτυπία)

 

 

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=16%2F12%2F2013&id=404970



ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ: ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ κριτική της Ελένης Γκίκα

Δημοσιεύτηκε Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 11:13

στο diastixo.gr

 

«Εμένα δεν με μαντρώνει το κελί. Ο εαυτός μου με μαντρώνει. Αυτή είναι η φυλακή μου».

«Γιατί το μεγάλο λάθος δεν είναι λάθος, είναι στάση ζωής».

Κάτι γίνεται τα Σαββατοκύριακα στο Studio Μαυρομιχάλη τους τελευταίους δυο μήνες, κι αυτό που γίνεται για τη χαμένη ψυχή μας και την αυτογνωσία είναι πολύ. Και για το τραγούδι είναι πολύ.

Η συγγραφέας του έργου Ζεϊμπέκικο Λεία Βιτάλη, με μια μεγάλη και σπουδαία ήδη πορεία θεατρική (Ευάννα, Τζιν Φιζζ, Ροστμπίφ, Θηρία στην αποθήκη, Το γεύμα, Το μεγάλο παιχνίδι, Αγάπα με!, Μαμά μου, Σκοτεινές μητέρες, Addio del passato), με έργα της να έχουν ανέβει στην Αθήνα, στην Κύπρο και στο Λονδίνο, υπογράφει ένα έργο που αφορά έναν άνθρωπο ηττημένο και σε απόλυτη πτώση, αγγίζοντας ταυτοχρόνως και την αναλγησία της εποχής.

Ο κεντρικός της ήρωας, ο Λευτέρης, σπουδαίος μουσικός, απ' τους σπουδαιότερους λαϊκούς εναπομείναντες, αποφυλακίζεται λόγω βεβαρημένης υγείας και επιστρέφει σε μια απ' τις γυναίκες που αγάπησε, η οποία τον περιμένει πιστή μια ζωή.

Η παράσταση ανοίγει όπως κλείνει, με τραγούδι, με τη δική του αλλόκοτα παθιασμένη ψυχή. Το πρώτο τραγούδι εκείνο το ανεπανάληπτο «Άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω», το τελευταίο εκείνο το βαρύ πασίγνωστο του πένθους «Άσπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω», και στη σκηνή ένα ατέλειωτο ζεϊμπέκικο για τον Λευτέρη: διψασμένο γι' αγάπη, αλήθεια, ποιητικούς στίχους και μουσική. Στη ζωή και τη σκηνή, παρούσες, δύο από τις τρεις γυναίκες της ζωής του: η πρώτη και έσχατη που τον αγαπά παράφορα και τον ανέχεται, και εκείνη η νεαρή που είναι σαν κόρη του, κόρη της δεύτερης γυναίκας του, που αποτέλεσε και την αιτία του μακελειού.

Το τι ακριβώς συνέβη θα παραμείνει ανοιχτό κι αινιγματικό, όπως κι αυτό που συμβαίνει στα φυλλοκάρδια μας, ακόμα και για μας τους ίδιους. Ανοιχτός θα παραμείνει, επίσης, και ο υπαινιγμός όσον αφορά τον συνθέτη. Το ζητούμενο, εξάλλου, είναι ο άνθρωπος και η αλλοτρίωση, η μοναξιά της τέχνης και η παραφορά του πάθους, εμείς και οι άλλοι, ο εαυτός μας κι εμείς, και φυσικά το λάθος, η «φυλακή» μέσα και έξω από το κελί, το ολοδικό μας προσωπικό κελί, η σταύρωση του καθενός που δεν είναι απαραίτητα και αναστάσιμη, η μόνη αναστάσιμη στιγμή θα μπορούσε να είναι η τέχνη αυτή καθεαυτή – επί τω προκειμένω, η μουσική.

Εξαιρετική η σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή (γιγαντοοθόνη συμπληρώνει με τη συνέντευξη του Λευτέρη τα δρώμενα, στήνεται πάλκο υποστηρίζοντας διαρκή φλας μπακ), και βέβαια ένας Γιώργος Νινιός στον ρόλο του Λευτέρη συγκλονιστικός, ενδεχομένως επειδή είναι και συγγενικός. Το εξαιρετικό «Ζεϊμπέκικο», σε στίχους και μουσική δική του, υπογραμμίζει τη συναισθηματική του εμπλοκή. Οι δυο κυρίες της παράστασης, Στέλλα Κρούσκα και Μαρία Κατσούλη, εκτός από σπουδαίες ως ερμηνεία, αποδεικνύεται ότι διαθέτουν και πολύ καλή φωνή. Σ' αυτή την παράσταση, οι πάντες τραγουδούν. Κατά τη διάρκειά της, αλλά και ύστερα, για δυο τουλάχιστον ώρες! Οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης ακόμα και η συγγραφέας ύστερα από παράκληση, το σπουδαιότερο δε σ' αυτή την παράσταση (απίστευτος κόσμος κάθε φορά) είναι το ότι δεν φεύγει κανείς! Κάθε Σαββατοκύριακο στο Studio Μαυρομιχάλη για ένα τρίωρο τουλάχιστον μοιάζει να καταργείται κάπως η μοναξιά, το ένα ζεϊμπέκικο διαδέχεται το άλλο και οι καλοκαρφωμένες λέξεις της συγγραφέως, που είναι πάθος και γίνονται απόγνωση, καταλήγουν ελευθερία και μουσική. Ενδεχομένως και η μεγαλειώδης παραδοχή «Εμένα δεν με μαντρώνει το κελί. Ο εαυτός μου με μαντρώνει. Αυτή είναι η φυλακή μου», να είναι η μόνη που μπορεί, εντέλει, ν' ανοίξει σήμερα το κελί. Κι όσο για «το λάθος», ακόμα κι ένα λάθος κάν' το σωστά, έτσι δεν είναι; Η τέχνη διαθέτει τη δύναμη να κάνει το λάθος φωτιά, φως, και η Λεία Βιτάλη το ξέρει καλά, κι αυτό κάνει. Ένα ολοσκότεινο «Ζεϊμπέκικο», φως!

 

 

http://diastixo.gr/allestexnes/theatro/2228-zeimpekiko-vitali

 

 

Στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού

 

Για το «Ζεϊμπέκικο» της Λείας Βιτάλη στο Studio Μαυρομιχάλη

 

από τη Μαρώ Τριανταφύλλου

 

«Ζεϊμπέκικο» λένε  το νέο έργο της Λείας Βιτάλη κι είναι γραμμένο με απλότητα και αυθεντικότη­τα, όπως τα τραγούδια που έχουν το ρυθμό των 9/8 (αυτός είναι ο ρυθμός του ζεϊμπέκικου).

 

Έμμεσα στηριγμένο

στην ιστορία του Άκη Πάνου

 

Έμμεσα στηριγμένο στην ιστο­ρία του Άκη Πάνου, από την ο­ποία ωστόσο αποκλίνει φανερά γιατί το θέμα της δεν είναι η βιο­γραφία ενός ρεμπέτη, αλλά οι χα­ρακτήρες που κατοικούν τον κό­σμο του λαϊκού τραγουδιού και εν πολλοίς το διαμορφώνουν. Ο κό­σμος αυτός, η μουσική και τα ήθη του απασχολούν την συγγραφέα, που δουλεύει με στερεοτυπικούς χαρακτήρες, στους οποίους όμως δίνει πλαστικότητα, διαφυγές και τις αναγκαίες αντιφάσεις.

Ο κεντρικός ήρωας, ο Λευτέρης, συνθέτης λαϊκών τραγουδιών, έ­νας άντρας βαρύς, μονοκόμματος, γεμάτος πάθη, εγωιστής, εμμονικός, ερωτευμένος θανατερά με την προγονή του, φτάνει στην α­πόπειρα φόνου για να μη χάσει το αντικείμενο του πόθου του και πληγώνει την Στέλλα, την γυναίκα με την οποία συζεί, που είναι και η ερμηνεύτρια των τραγουδιών του.

Η Βιτάλη τον παρακολουθεί α­πό την στιγμή που αποφυλακίζε­ται και επιστρέφει στο σπίτι της Στέλλας. Με μελετημένη αποσπα­σματικότητα και χωρίς χρονική σειρά, με συνεχή φλας-μπακ κα­ταγράφει χωρίς υπερβολές, με ψυχραιμία και ευστοχία τα ψυχικά πάθη τριών ανθρώπων που αφέ­θηκαν στη φωτιά και κάηκαν χω­ρίς να μετανιώνουν. Εστιάζει στον πόνο τους και στην έκφραση του μέσα από το τραγούδι.

 

Τι είναι η ελληνικότητα

 

Αν το τραγούδι είναι η ψυχή ε­νός λαού, η Βιτάλη στο «Ζεϊμπέκι­κο» αγωνίζεται να καταλάβει τι εί­ναι η ελληνικότητα. Να εννοήσει και να ερμηνεύσει τη γλώσσα ενός κόσμου που παλεύει με το άρρητο αλλά δεν το ξέρει, την ίδια στιγμή που διεκδικεί το μεροκάματο και την αξιοπρέπεια, όπως όλοι οι ερ­γαζόμενοι, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς ηρωοποιήσεις. Ο Λευτέ­ρης και η Στέλλα είναι φιγούρες χαρακτηριστικές αυτού του κό­σμου, παιδιά της γειτονιάς, ορια­κά περιθωριακοί αλλά και μέσα στο σύστημα, με ένα όριο -που φαίνεται πολύ καθαρά στην επιμονή του Λευτέρη να αποσυρθεί: την προσωπική βούληση, την α­ξιοπρέπεια, ένα ηθικό κανόνα δυσπερίγραπτο μα παρόντα και κα­θοριστικό, που ίσως να μπορεί να εκφραστεί μέσα από τον όρο «α­ξιοπρέπεια», αλλά όχι εντελώς. Είναι μια ιδιότυπη ελληνική εκδο­χή των καταραμένων καλλιτε­χνών.

Ο Φώτης Μακρής άφησε το κεί­μενο να μιλήσει μόνο του, πλαι­σιώνοντας -λίγο περισσότερο από όσο πρέπει- το λόγο με βίντεο και φωτογραφίες. Ο Γιώργος Νινιός στην καλύτερη ερμηνεία του εδώ και πολλά χρόνια, βρίσκει το δρό­μο για να πλησιάσει τον πυρήνα του και να αναδείξει το γωνιώδη και επικίνδυνο, συνάμα γοητευτι­κό βεβαίως χαρακτήρα του. Έτσι χρησιμοποιεί την προσφιλή του τεχνική της βαρυθυμίας για να δη­μιουργήσει βάρος και σιωπές -αλ­λά και τις αντιστικτικές εκρή­ξεις- που μερικές φορές όχι μόνο απογυμνώνουν τον πόνο αλλά αγ­γίζουν κατά κάποιο τρόπο το τρα­γικό. Η Στέλλα Κρούσκα δημιουρ­γεί μια Στέλλα απαιτητική και φο­βισμένη, ανασφαλή και συνάμα βίαιη, αμήχανη και διασταλτική. Η Μαρία Κατσούλη, στο ρόλο της προγονής, έχει αμήχανες στιγμές αλλά τις καλύπτει από την καλή ερμηνεία τραγουδιών από την Τζάνις Τζόπλιν μέχρι τα δικά μας ρεμπέτικα. Άρτιοι από πλευράς τραγουδιών είναι επίσης ο Νινιός και η Κρούσκα. Το αποδεικνύουν περίτρανα στο γλέντι που στήνε­ται μετά την παράσταση και παρα­σύρει τους θεατές σε μουσικές ρί­ζες βαθιές κι αγαπημένες, δεμέ­νες με την ιστορία του τόπου και του λαού μας.

 

(Εποχή, 23/2/2014)

http://www.epohi.gr/portal/politismos/theatro/16159-ston-kosmo-tou-laikoy-tragoudioy



Ζεϊμπέκικο ***1/2

της Λείας Βιτάλη.

 

Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής.

 

Ο Γιώργος Νινιός συναντά έναν ρόλο ζωής, εκείνον του καταραμένου λαϊκού συνθέτη, η Λεία Βιτάλη παραδίδει ένα έργο με βαθιά ελληνική καρδιά και η παράσταση στο Studio Μαυρομιχά­λη τελειώνει αργά τη νύχτα με γλέντια και τσίπουρα!

Μακριά από την τά­ση της θεατρικής βιογραφίας Ελλή­νων γνωστών τραγουδοποιών που έχει φουντώσει τα τελευταία χρόνια με ανάμεικτα αποτελέσματα, το νέο έργο της δια­κεκριμένης δραματουργού Λεί­ας Βιτάλη είναι ένα ψυχογράφημα, θαρρείς γραμμένο προς τιμήν των καταραμένων ηρώων του λαϊκού μας τραγουδιού, εκείνων που άφη­σαν παρακαταθήκη ένα σπουδαίο μουσικό έργο-κοινό κτήμα, αλλά διήγαν βίο ασυμβίβαστο, κοινωνι­κά μη αποδεκτό, ακόμη και κατα­κριτέο. Λευτέρη βαφτίζει τον ήρωα της η Βιτάλη και τον φέρνει στη σκηνή με την πρώτη του σύζυγο και τη θετή του κόρη να συνθέτουν με τους σύντομους διάλογους και τις κατ' ιδίαν αφηγήσεις τους ένα φλας μπακ στην κοινή τους ζωή, την οποία όρισε το «λάθος» αυτού του άντρα: «Γιατί κάνω συνέχεια λαθάκια, γαμώ το κεφάλι μου; Ας κάνω επιτέλους ένα μεγάλο λάθος να ησυχάσω, γαμώ την πουτάνα μου... Γιατί το μεγάλο λάθος δεν είναι λάθος, είναι στάση ζωής».

Το «Ζεϊμπέκικο» είναι αφαιρε­τικό στη δομή και πυκνό στο πε­ριεχόμενο, γραμμένο μεν στο ύφος ενός ψυχολογικού ρεαλισμού δϊχως απροσδόκητες καινοτομίες, αλλά με άρτια δουλε­μένο λόγο, ένα λόγο αυθεντικά ελληνικό, λαγαρό και άμεσο, κά­ποτε κοφτό, απότομο, μέχρι και βαρύθυμο, σαν να ακολουθεί το ρυθμό του ζεϊμπέκικου.

Μορφές είναι τα πρόσωπα της Βιτάλη και όχι απλώς ρόλοι, μορφές αντιη­ρωικές και πένθιμες, που ξετυλί­γουν τον ένδοξα άδοξο βίο τους και ταυτίζονται, κάπου στις υπώ­ρειες του έργου, με το βίο της ίδι­ας της χώρας τους.

Το «Ζεϊμπέκι­κο» της Βιτάλη έχει δύναμη, έχει ατμόσφαιρα, είναι διεισδυτικό και άγριο. Είναι μια κατάθεση του τι σημαίνει «ελληνική λαϊκή ψυχή». Απαιτεί πολύ γερούς ηθοποιούς και για τους τρεις ρόλους. Ο Γι­ώργος Νινιός μοιάζει, πράγματι, να δίνει το ρεσιτάλ της ζωής του. Κρατώντας ένα μπουζούκι κι ένα μισοσβησμένο τσιγάρο, μιλάει και παραμιλάει, αναπολεί κι εξεγείρε­ται, παίζει μουσική και τραγουδάει - σχεδόν σαν επαγγελματίας του λαϊκού τραγουδιού. Έχει μεταμορ­φωθεί τόσο απόλυτα στον αντιή-ρωα του «Ζεϊμπέκικου» της Λεί­ας Βιτάλη, ώστε έφτασε να γράψει ακόμη και το -ωραιότατο- ομώ­νυμο λαϊκό τραγούδι που ερμη­νεύει στην παράσταση. Παρά την ωριμότητα του λόγου της, η Στέλ­λα Κρούσκα (η σύζυγος), καθαρά ως σκηνική παρουσία, στέκει κά­πως αμήχανη, σαν να μην ξέρει τι να κάνει με τα χέρια της ή πού να στρέψει το βλέμμα της- την ίδια αμηχανία ελέγχου στα εκφραστικά της μέσα μοιάζει να έχει και η καλ­λίφωνη νέα ηθοποιός Μαρία Κατσούλη (η κόρη).Έχω επίσης την αίσθηση πως ο σκηνοθέτης Φώ­της Μακρής «παραμπούκωσε» την παράσταση με βίντεο και μουσικές σφήνες από υπέροχα λαϊκά τρα­γούδια, χρησιμοποιώντας όμως προ-ηχογραφημένες εκτελέσεις αντί να δώσει στους δύο μουσι­κούς του τη δυνατότητα να τα ερ­μηνεύουν ζωντανά και αφήνοντας τους έτσι οριακά αναξιοποίητους στο πάλκο του βάθους. Επειδή έτυχε να δω τον περασμένο Μάιο το «Ζεϊμπέκικο» σε μορφή αναλο­γίου στις «Αναγνώσεις» του Εθνι­κού θεάτρου, έχω την εντύπωση πως η σκηνοθεσία, στην προσπά­θεια της να δημιουργήσει ένα μουσικοθεατρικό θέαμα, έχασε την εμβληματική δωρικότητα της πρώ­της εκείνης «δοκιμής» της.

 

STUDIO ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ (Μαυρο­μιχάλη 134, Εξάρχεια, 2106453330)

 

Ιλειάνα Δημάδη (ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ 2.1.2014)

http://www.athinorama.gr/theatre/article.aspx?id=1002099



Κριτική Ζεϊμπέκικου Αυγή

 

Το «Ζεϊμπέκικο» της καταξιωμένης Λείας Βιτάλη είναι ένα πλήρες και εντελές έργο, που έχει ως θέμα του (μεταφέρω από το πρόγραμμα) «τις τελευταίες ώρες της ζωής ενός άντρα με μαύρα. Ενός ρεμπέτη. Με ένα τσιγάρο στο στόμα και μια μπύρα στο χέρι ο Λευτέρης αναπολεί τις γυναίκες της ζωής του, τα περιστατικά που τον στιγμάτισαν, τα χρόνια της νιότης του, τις διαψεύσεις που ακολούθησαν. Περνούν από μπροστά του όλοι οι άνθρωποι, οι κρίσιμες συναντήσεις, μα πάνω από όλα τα τραγούδια. Ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, με το νέο της έργο η Λεία Βιτάλη αντλεί από τη ζωή και την προσωπικότητα ενός λαϊκού συνθέτη που έζησε πραγματικά, για να μιλήσει για το πριν, και για το σήμερα». Πρόκειται, όντως, για ένα αυθεντικό «σπάραγμα ζωής» δοσμένο μαστορικά, με όλους τους θεατρικούς κανόνες. Η σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή πηγαίνει πέρα από το «αναλόγιο», δίνοντας το έργο, με λιτά μέσα, σε τρεις διαστάσεις. Ο Γιώργος Νινιός, που έχει την επιμέλεια της μουσικής, τραγουδά και παίζει ζωντανά, με το τεκμήριο της αυθεντικότητας είναι, κυριολεκτικά, έξοχος. Δίπλα του η Στέλλα Κρούσκα και η Μαρία Κατσούλη «γράφουν» τις ιστορίες τους, κάθε μία με τη δική της, διακριτή προσωπικότητα.

 

Λέανδρος Πολενάκης

Αυγή 9/6/2013

 

http://www.avgi.gr/article/422355/to-%C2%ABanalogio%C2%BB-sto-%C2%ABethniko%C2%BB



Ένα “Ζεϊμπέκικο” πιο σύγχρονο από τ’ άλλα

Ἀναρτήθηκε στὶς 01/27/2014ἀπὸ τὸν/τὴν grafei

Από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

 

Η Λεία Βιτάλη είναι μια ιδιαίτερα χαμηλόφωνη και σεμνή καταξιωμένη θεατρική συγγραφέας, που απαξιώνει ν’ ασχοληθεί με την τετριμμένη κοσμική πραγματικότητα και ανθεί στο ημίφως τής δημοσιότητας εξελισσόμενη διαρκώς σαν τον κοχλία που χτίζει υπομονετικά το σπίτι με τα υλικά τού μεταβολισμού τών έξωθεν ενεργειών.

            Στο “Ζεϊμπέκικο” υπερβαίνει εαυτήν, μιμείται με αληθοφανή τρόπο τη λαλιά τού λούμπεν προλεταριάτου, καταδύεται στα κοράλλια τού νεοελληνικού συλλογικού ασυνείδητου, αναδύεται κουβαλώντας σφουγγάρια που θα ξεπλύνουν ίσως τη διαχρονική ενοχή μας για την κατάντια αυτής τής υπέροχης πατρίδας, που εξακολουθεί να παράγει πολιτισμό παρά τις έξωθεν πιέσεις. Τόσο που σκέφτομαι μήπως πηγαίνουμε γυρεύοντας για συγκρούσεις και κρίσεις μόνο και μόνο για να πιεστούμε και να εκφραστούμε καλλιτεχνικώς.Μήπως έτσι δε γεννιέται και το μαργαριτάρι;

            Ένας αστέρας τού λαϊκού τραγουδιού καταδικάζεται κι εκτίει βαριά ποινή για μια απόπειρα ανθρωποκτονίας που κατηγορείται ότι έκανε. Αποφυλακίζεται με ανήκεστον βλάβην της υγείας του κι αναζητεί την αγάπη χωρίς ο ίδιος να δεσμεύεται ποσώς. Ο απόλυτος εγωισμός του ατομοκεντρικού αρσενικού λαϊκού όντος που μεγάλωσε ανάμεσα σε γυναίκες που το θαυμάζουν κι εκκολάπτουν τον υπερφίαλο ψυχισμό του. Όλες οι γυναίκες οφείλουν να τον αγαπούν και να τον υπηρετούν κι εκείνος ως ανατολίτης άντρας και αφέντης χαρίζει την εύνοιά του κάθε φορά και σε άλλη… Εμετοί και ξεράσματα, θα μου πείτε.

            Όμως η καλή θεατρική συγγραφέας ξέρει να υφαίνει από το θαμπό και θολό υλικό της έναν ξεκάθαρο μίτο τής Πηνελόπης, να συγκινεί και να εκστασιάζει το θεατή της. Το μόνο που έλειπε από την παράσταση ήταν το χιούμορ. Ο σκηνοθέτης Φώτης Μακρής έρεπε προς τον μελοδραματισμό. Λάθος! Μεγάλο λάθος.

            Οι άξιοι ηθοποιοί έδωσαν τα ρέστα τους. Περισσότερο “φυσική” στην ερμηνεία της και στην όλη σκηνική της παρουσία η νεαρή Μαρία Κατσούλη. Τελείως κινηματογραφικοί (λες και βγήκαν από τις παλιές καλές ταινίες του Φίνου ή από το “Ρεμπέτικο” τού Φέρη) ο Γιώργος Νινιός (αν και κάπως μονότονος) και η εξαιρετική Στέλλα Κρούσκα.

            Τραγουδιστικώς, οι φωνές και οι μουσικές επιδόσεις απολύτως συμβατές με το θέμα και το είδος που υπηρετούσαν.

            Υπαινικτικά τα σκηνικά και ταιριαστά τα κοστούμια που φιλοτέχνησε με περισσή γνώση και μεράκι ο Διονύσης Μανουσάκης.

            Μια παράσταση ψυχαγωγική που αξίζει να ζει κανείς. Μόνο λίγο χιούμορ, βρε παιδιά. Προσθέστε μια ουγκιά χαριτωμενιές. Είναι πολύ δύσκολη η πραγματικότητά μας για να μαυρίζει και θεατρικώς. Αλλεγρία και χαρά τής ζωής. Άντε μπράβο! Έτσι. Ώπα!

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

 


ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΡΟΣΤ ΜΠΙΦ



'Roast Beef' by Leah Vitali at Riverside Studios, London

 

John Thaxter in  wrote:

 

No great surprise to see The Oresteia restaged in a 20th-century charnel house, with Aegisthus as a pathology assistant in white wellies, wheeling bodies from the parlour to the mortuary. Nor to find Iphigenia, rescued from Hades and getting regular blood top-ups from the recently deceased.

 

While we are at it, let's make Clytemnestra a horror movie drama queen with Bram Stoker pretensions, parading in red basque and Morticia Addams outerwear, forever sharpening her carving knives to slice into flesh, whether it be Agamemnon's or a wafer-thin slice of his favourite rare roast beef.

 

Meanwhile she shackles her lover in a dog-collar - not the priestly kind - anchors her daughter to the wall when the child starts messing with her dad in bed and proves a match for any man when it comes to a tussle or a shouting match.

 

What is surprising is that this 'Aeschylus-lite' tragedy is no mere fringe theatre send up but a drama that recently won an Hellenic State Prize for best new play and reaches London supported by the Greek cultural establishment and generous donors.

 

The 80-minute show has its compensations, including a dazzling performance by Sarah Douglas - long a busy ex-pat English actress in Hollywood - demanding courage, strength and extraordinary agility for the fight scenes, handsome Greek film actor Stratos Tzortzoglou as Agamemnon and Kitty O'Lone playing the undead Iphigenia as a sexy young zombie.

 

And a special word for the creative team members, all making their professional debuts with this stylish, if baffling production.

 

ROAST BEEF
Review by Emma Whitelaw

indielondon.com

BIZARRE yet incredibly thought-provoking, Leah Vitali’s award-wining play, Roast Beef, currently showing at Riverside Studios, is certainly one to view with an open mind.  A Philosophy lecturer once let me in on a little secret. He said that to truly understand and appreciate the thoughts and works of Descartes, Aristotle and the like, it is best to do so armed with a bottle of red.

 

Vitali’s Roast Beef, I feel, is much the same. Not that I condone binge-drinking, especially at the theatre! It’s just that I feel this piece is so provocatively unusual, it takes a lot of lateral thinking to fully appreciate the intricately evil themes. Roast Beef is a modern day take on the ancient Greek myth of Agamemnon, King of Argos and his wife, Clytemnestra. They sacrifice their daughter, Iphigenia, to the Gods, in the hope that a favourable wind will sail for the war against Troy.

Agamemnon, played by Stratos Tzortzoglou, leaves for battle, while his wife takes a lover, none other then the king’s cousin, Aegisthus! Succumbing to her every evil wish, Aegisthus becomes somewhat of a gimp, as he parades about on her leash. Roast Beef takes place when the King returns from battle. He has no memory of the life he left behind and has no idea of the gruesome destiny ahead.
   
Sarah Douglas, best known for her roles in Superman I & II and Falcon Crest, was utterly amazing as the wicked Clytemnestra. Maliciously insane and callous, her performance was absolutely flawless. She is an immensely talented actress and a pleasure to watch onstage.

Making her professional debut, the stunning Kitty O’Lone played Clytemnestra’s bewitching daughter, Iphigenia. She too gave a dazzling performance, and the young star certainly held her own among the veterans, despite only having graduated from ALRA last year. Iphigenia is so obsessed with becoming Clytemnestra that she not only mimics her mother’s persona; she takes both Aegisthus and Agamemnon to bed!

Aegisthus, played by the talented Glenn Conroy, is also obsessed with being someone else. His desire is to be Agamemnon and have everything his cousin owns ­ including his wife! However, when his cousin returns to his estranged wife’s bed, Aegisthus becomes enraged with envy, resulting in a most horrific outcome.

The costuming was fabulous, as was the lighting, sound and set designs. The sound was particularly successful in adding an eerie feel to the mysterious
and compelling plot.

Unlike the original Greek tragedy, Roast Beef has an element of humour about it. The characters are quite preposterous and the dialogue full of punch lines. To transcend the bounds of tragedy is credit to both writer and performer.

For a play involving such grotesque and bizarre subject matter, it sure got a lot of laughs!

Roast Beef written by Leah Vitali, produced & translated by Sozos Loizou.


EPΓΟ THΣ ΛEIAΣ BITAΛH

Eλληνικό «Pοστμπίφ» σε σκηνή του Λονδίνου 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. Κ. ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ   

 

 

 

 

 

H Λεία Βιτάλη. Το έργο της «Ροστμπίφ» παίζεται στο Λονδίνο 

 

Ένα σύγχρονο ελληνικό έργο - το πρώτο που ανεβαίνει στο θέατρο «Ριβερσάιντ Στούντιος» -, άπαιχτο ακόμα στην Ελλάδα, το «Ροστμπίφ» της Λείας Βιτάλη, τιμημένο με κρατικό βραβείο για νέους συγγραφείς, έκανε την πρεμιέρα του στο Λονδίνο, στα αγγλικά, σε μετάφραση Σώζου Λοΐζου, στις 8 Ιουνίου, με πρωταγωνιστές τη Σάρα Ντάγκλας και τον Στράτο Τζώρτζογλου.

 

Το έργο, που χαρακτηρίστηκε ως «μαύρη κωμωδία», είναι μια μεταφορά του μύθου της Κλυταιμνήστρας στη σύγχρονη εποχή. «Οι αρχαίοι τα είχαν πει όλα για το σήμερα πριν από μας, Από εμάς οι μύθοι ζητούν να ξαναϋπάρξουν με μια νέα οπτική και ίσως - γιατί όχι; - να ανατραπούν», λέει η συγγραφέας Λεία Βιτάλη, γνωστή στους Έλληνες θεατές από το επίσης βραβευμένο έργο της «Το γεύμα» που παρουσίασε με επιτυχία ο Αντώνης Αντωνίου στη «Θεατρική Σκηνή» του και στους Έλληνες αναγνώστες από το μυθιστόρημά της για το Βυζάντιο «Το παραμύθι του μεγάλου φόβου» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

 

«H Κλυταιμνήστρα στο έργο της Βιτάλη», όπως σημειώνεται, «μέσα σε μια ατμόσφαιρα γκροτέσκας τρέλας, βουτηγμένη στη βία και στο αίμα, νιώθει ξαφνικά την καρδιά της να χτυπά ερωτικά. Τότε γίνεται η ανατροπή: δεν υπακούει στην εντολή του μύθου που την "προστάζει" να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα για να διατηρήσει η ίδια την εξουσία. Δεν σκέπτεται πια με το μυαλό αλλά με την καρδιά. Σαν απάντηση στη σκληρότητα της εποχής μας η Βιτάλη προτείνει αυτό που έχουμε αποκλείσει απ' αυτήν: το συναίσθημα!». Το «Ροστμπίφ» ανέβηκε σε σκηνοθεσία Άλκη Κρητικού, με σκηνικά και κοστούμια του Ντέιβιντ Μπάροουζ με τη συμβολή της Σχολής Καλών Τεχνών του Γουίμπλετον και μουσική της Αφροδίτης Ραικοπούλου.

 

H Σάρα Ντάγκλας ερμηνεύει την Κλυταιμνήστρα και ο δικός μας Στράτος Τζώρτζογλου τον Αγαμέμνονα. Παίζουν επίσης οι: Γκλεν Κονρόι, Κίτι Ο' Λόουν, Μορίν Πέρκινς. H παραγωγή είναι της Θεατρικής Εταιρείας «Τρότζαν Χορς».

 

 

INFO

Στο «Ριβερσάιντ Στούντιος» του Λονδίνου για ένα μήνα. Θα ακολουθήσει περιοδεία.

 

 

 

ΤΑ ΝΕΑ , 14-06-2004  , Σελ.: P04 

 



ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ


ΚΡΙΤΙΚΗ MINDRADIO

 

Το ολοκαίνουργιο κείμενο της Λείας Βιτάλη με τίτλο “Νύχτα στην Εθνική” παρουσιάζεται στα πλαίσια του φεστιβάλ “Έξι Εγκλήματα Ζητούν Συγγραφέα” στο φιλόξενο Αγγέλων Βήμα, σκηνοθετημένο από την ίδια τη συγγραφέα.

Σε μια ταβέρνα στην Εθνική η οποία κρύβει τρεις χαρακτήρες με τα πάθη τους και τα μυστικά τους, οι χαρακτήρες ζουν και επιβιώνουν στα όρια. Μια σκληροτράχηλη ταβερνιάρισσα, η Αντρίκα, πρώην μετανάστρια στη Γερμανία, ψημένη και χαλυβδωμένη από την ίδια τη ζωή, ο Ζάχος ο γιος της, ενταγμένος σε ομάδες κατά των μεταναστών που θα έφτανε ως και το φόνο για να αποδείξει τον ανδρισμό του και έχει σοβαρό έλλειμμα αγάπης και η Ρούντι, η μετανάστρια, που εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή τους αναζητώντας απεγνωσμένα την επιβίωση και γίνεται δεκανίκι ζωής για την Αντρίκα και ερωτικός πόθος του Ζάχου. Μέσα από το ρατσισμό, την ενδόμυχη βία, αλλά και την ανθρωπιά και την ευαισθησία, όλοι προσπαθούν να αγαπηθούν, αλλά και όλοι βρίσκονται σε μια ιδιότυπη ισορροπία θύτη και θύματος. Με σκληρές αλλά και ευαίσθητες στιγμές το έργο είναι ένα βαθύ ψυχογράφημα τριών διαφορετικών χαρακτήρων με κοινές επιδιώξεις.

 

Η Λεία Βιτάλη αναλαμβάνει να κρατήσει και τη σκηνοθετική μπαγκέτα της παράστασης. Οι εναλλαγές μεταξύ σκληρού και ευαίσθητου αποτελούν βάση της σκηνοθετικής της γραμμής. Όπως επίσης και οι εναλλαγές της σιωπής, μετά από κάποιες έντονα συγκρουσιακές σκηνές και διαλόγους. Κάποιες σιωπές όμως αποσυντονίζουν το θεατή και τον βγάζουν λίγο εκτός ρυθμού, καθώς εκεί που νιώθεις έτοιμος να απογειωθείς και να συμπαρασυρθείς από το κείμενο και τις ερμηνείες, η σιωπή σε προσγειώνει και σε κρατάει στο έδαφος και η αφήγηση που ξεκινά μετά αρχίζει από γραμμικές νόρμες που σε πάνε πίσω. Το χιούμορ σε μικρές δόσεις δεν προλαβαίνει να βρει σπόρο να βλαστήσει. Αντίθετα οι εναλλαγές σκληρών και ευαίσθητων σκηνών υπηρετούν τους στόχους και το όραμα του κειμένου. Ο υποβόσκων ρατσισμός, αλλά και η βαθιά ενδοσκόπηση στην ψυχή των χαρακτήρων, οι οποίοι αναζητούν εναγωνίως αναγνώριση, σιγουριά, αγάπη δημιουργούν ένταση και αγωνία. Η κορύφωσή τους φτάνει με κάποια προβλήματα ρυθμού και ατμόσφαιρας και δεν εξυπηρετείται απόλυτα από το φτωχό και ανέμπνευστο σκηνικό και τους κάποια στιγμή άστοχους φωτισμούς. Παρά τη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων η παράσταση δε γίνεται μελό, αλλά αυτή διοχετεύεται στην ένταση της φωνής των ηθοποιών, στις αλλαγές των εκφράσεών τους και στο σκηνικό τους στήσιμο, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο πετυχημένα.

Η Μαίρη Νάνου στο ρόλο της Αντρίκας είναι απόλυτα συντονισμένη στις απαιτήσεις του ρόλου της. Χωρίς να μπορεί να αποβάλλει το γερμανικό της παρελθόν, αναδεικνύει τις έντονες ψυχολογικές αντιθέσεις και τα χάσματα του χαρακτήρα που υποδύεται και που έχουν καλλιεργηθεί συν των χρόνω. Άλλοτε ψυχρή με παγωμένη ματιά και κίνηση στητή και άκαμπτη και άλλοτε ζεστή, ευαίσθητη, ανοικτή και δεκτική, σκιαγραφεί με ακρίβεια και σαφήνεια το ρόλο. Η υποδειγματική άρθρωση αναδεικνύει τις ατάκες της ακόμα περισσότερο. Ο Βασίλης Μπατσακούτσας στο ρόλο του Ζάχου είναι και αυτός πολύ καλός. Παίζει ένα παιδί που προσπαθεί να δείχνει άντρας, αλλά παραμένει βαθιά και αθεράπευτα παιδί. Παρασύρεται εύκολα, ζει σε μια ευαίσθητη ισορροπία και αναζητά συνεχώς αγάπη και αναγνώριση. Πότε με αφέλεια, πότε με προσποιητή σκληρότητα ο ηθοποιός υφαίνει προσεκτικά το ρόλο του και τον υποστηρίζει με όλα του τα εκφραστικά μέσα. Η Ντομένικα Ρέγκου στο ρόλο της Ρούντι, τυχοδιώκτρια μιας ζωής που την είχε συνέχεια στην καταδίωξη και την ψυχολογική βία, ψάχνει σανίδα σωτηρίας στην ταβέρνα. Πειστική, απλή, κρατάει όμορφα τις ισορροπίες μεταξύ της ευαίσθητης και της ωμής και ωφελιμιστικής πλευράς του χαρακτήρα της. Γενικά η σκηνική χημεία των τριών ηθοποιών στη σκηνή του Αγγέλων Βήμα αποτελεί από τα σημαντικά ατού της παράστασης. Ζωντανά (αν και κάπως αποκομμένος από τη σκηνή) παίζει ακκορντεόν ο Χάρης Σταυρακάκης, με τη μουσική άλλοτε να περνάει αδιάφορα και άλλοτε να είναι καίρια και εύστοχη

Τα σκηνικά του Τόλη Τατόλα ένιωσα ότι βρέθηκαν ατάκτως ερριμένα στη σκηνή, χωρίς προφανή στόχο, δεν είχαν πολλή έμπνευση και δεν ήταν πάντα λειτουργικά και προωθητικά της πλοκής. Τα κοστούμια του ίδιου πιο αντιπροσωπευτικά, έντυσαν γενικά σωστά τους χαρακτήρες. Οι φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη ένιωσα ότι κάποιες στιγμές κυνηγούσαν τους ηθοποιούς, τους υποφώτιζαν και δε βοήθησαν στη δημιουργία της δέουσας ατμόσφαιρας.

Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα κείμενο επίκαιρο, σημερινό, που εμβαθύνει στην ψυχολογία των ηρώων, αν και μου άφησε κάποιες απορίες και μια αίσθηση μη ολοκλήρωσης. Έξυπνα ισομοιρασμένοι ρόλοι, σκηνοθεσία με κάποια προβλήματα ρυθμού, ατμόσφαιρας και αρμονικής διατήρησης της συνέχειας της πλοκής και τρεις πολύ καλές ερμηνείες που δίνουν σαφήνεια, οντότητα και ειδικό βάρος στους χαρακτήρες που υποδύονται. Στο Θέατρο Αγγέλων Βήμα για λίγες ακόμα παραστάσεις.

 

 

Μια (εκλογική…) «Νύχτα στην Εθνική»

 

Είχα τη χαρά (και την τιμή) να βρίσκομαι στην πρώτη ανάγνωση, μεταξύ φίλων, του «Νύχτα στην Εθνική», το καλοκαίρι στο σπίτι της Λείας και του Νίκου (Γκεσκέρ) στη Ραφήνα, και ένιωσα ότι ένα πολύ καλό ελληνικό έργο γεννιέται. Είδα χθες για πρώτη φορά πρόβα – και αυτή ήταν η γενική – και νιώθω ότι μια εξαιρετική παράσταση γεννήθηκε. Από τις πολύ καλές συγγραφικές στιγμές της Λείας Βιτάλη, ένα έργο σύγχρονο, αντιρατσιστικό (και όχι μόνο), με σμιλευμένους επίμονα, λέξη τη λέξη, σκηνή τη σκηνή, τρεις χαρακτήρες – από τους πιο δυνατούς ρόλους σε σύγχρονο ελληνικό Έργο.


Με καθήλωσαν οι τρεις ερμηνείας και η χημεία των πρωταγωνιστών – με απόλυτη ισορροπία από πλευράς ρόλων και ερμηνευτικών επιδόσεων.
Καταπληκτική ως παράνομη μετανάστρια η
Ντομένικα Ρέγκου: υποδύεται, τραγουδάει, χορεύει και συγκινεί μέχρι να υγρατιστούν τα μάτια – χωρίς υπερβολή! Ένα τραγικό πρόσωπο, από τα πολλά που έχει ξεβράσει στον τόπο μας η ανέχεια σκληρών πατρίδων, ενός κόσμου αναταραχής και καθίζησης.
Ο
Βασίλης Μπατσακούτσας, θύμα της μάνας του, της ξενιτιάς που βίωσε, της ζωής και των «μπρατσαράδων» που είναι αφανείς στην παράσταση, αλλά τόσο δυνατά παρόντες σε όλη τη διάρκειά της. Προβληματικό παιδί μιας προβληματικής κοινωνίας. Και όλο αυτό ο Βασίλης το βγάζει, απογειώνοντας τον ρόλο.
Η
Μαίρη Νάνου υπέροχη ως σκληρή μετανάστρια που από καταπιεζόμενη στη Γερμανία γίνεται καταπιέστρια στη χώρα της. Δεν θυμάμαι να «είχε» τόσο καλά έναν ρόλο στην καριέρα της όσο αυτόν – εκτός και αν με συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός. Για μια ακόμα φορά διαπίστωσα (τρόπος του λέγειν το «διαπίστωσα») αυτό που είχα διαπιστώσει από την πρώτη φορά στα 30+ χρόνια που είμαστε μαζί: δηλ. το πόσο καλή, πόσο ποιοτική, ηθοποιός είναι.
Σήμερα, αυτή η
θαυμάσια θεατρική παρέα έχει πρεμιέρα στο «Αγγέλων Βήμα». Θα ξαναδώ την παράσταση, για να φάω πάλι τις γροθιές στο στομάχι. Αλλά και να ζήσω την κάθαρση του υπέροχου φινάλε.

Διον. Βραϊμάκης

 

 

 

ΖΑΧΟΣ:          Είχες πει ήταν ψεύτικο… Έτσι είχες πει.

ΑΝΤΡΙΚΑ:      Φαινόταν ότι ήταν αληθινό.

ΖΑΧΟΣ:          Ήταν ψεύτικο αλλά ήταν αληθινό.

 

Μια μάνα που έχει μάθει να αρχίζει απ’ την αρχή, ένας  γιος με πρόβλημα στα νεύρα του και μια μετανάστρια,   πρόσωπα «εξόριστα» σε ένα στέκι-καταφύγιο στην Εθνική οδό. Μέσα τους τραύματα από αυτά που κληρονομούνται και μεταβιβάζονται. Γύρω τους μια δολοφονική βία που εισβάλει καταλυτικά σ’ αυτόν τον «μητρικό τόπο», ανατρέποντας τις εύθραυστες ισορροπίες και διαμορφώνοντας μια νέα(;) τάξη πραγμάτων.

Με γραφή πυκνή, ποιητική και με μια χωρίς όρια και συμβιβασμούς ειλικρίνεια, η Λεία Βιτάλη μας παραδίδει το πιο πολιτικό της έργο.

Στην αφήγησή της εγγράφεται το παρόν ως ιστορία και υπαινίσσονται «ασπρόμαυρα» αιτίες και αφορμές. Οι ήρωες της καθορίζονται από τις  ματαιωμένες τους επιθυμίες και την ανάγκη τους για επιβίωση. Σαν πρόσφυγες από παλιά, μετεωρίζονται ανάμεσα σε κοινωνικές δομές που δεν τους συμπεριλαμβάνουν και πραγματικότητες που δεν τους αφορούν. 

Στο  Νύχτα στην Εθνική, το οπλοστάσιο της ψυχαναλυτικής προσέγγισης και ερμηνείας ενσωματώνεται  στη ρηματική γεωγραφία του ελλαδικού χώρου, επιβεβαιώνοντας τη ζωντανή σχέση της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας με την κοινωνική πραγματικότητα και αναδεικνύοντας  παράλληλα την ανάγκη μας να μιλάμε με πρώτες ύλες που εδράζουν βαθειά μέσα στις ψυχές μας.

ΣΙΣΣΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 

ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ Μάνια Ζούση

 

http://www.avgi.gr/article/10971/5320722/leia-bitale-ena-bathytata-politiko-scholio-

 

Για ένα “ιδιαίτερο έργο, γραμμένο πάρα πολύ πρόσφατα και εμπνευσμένο από τη σύγχρονη, καυτή πραγματικότητα, που αφορά την βία του ρατσισμού και την απελπισμένη ανάγκη μας για αγάπη”, έκανε λόγο στην "Αυγή" η θεατρική συγγραφέας Λεία Βιτάλη, η οποία έγραψε και σκηνοθέτησε...

Για ένα "ιδιαίτερο έργο, γραμμένο πάρα πολύ πρόσφατα και εμπνευσμένο από τη σύγχρονη, καυτή πραγματικότητα, που αφορά την βία του ρατσισμού και την απελπισμένη ανάγκη μας για αγάπη", έκανε λόγο στην "Αυγή" η θεατρική συγγραφέας Λεία Βιτάλη, η οποία έγραψε και σκηνοθέτησε το "Νύχτα στην Εθνική", που ανεβαίνει στο πλαίσιοarrow-10x10 του φεστιβάλ «Έξι εγκλήματα ζητούν συγγραφέα...», στο θέατρο Αγγέλων Βήμα, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 8.30 μ.μ.

Τρία πρόσωπα παλεύουν μέσα σε μια ταβέρνα της Εθνικής Οδού. Η Αντρίκα, μια σκληροτράχηλη ταβερνιάρισσα, πρώην μετανάστρια στη Γερμανία, ο γιος της Ζάχος, στρατολογημένος από ομάδες εναντίον μεταναστών που θα φτάσει έως και τον φόνο, και η Ρούντη, η ξένη, που ήρθε διεκδικώντας μια νέα ζωή σε μια άλλη πατρίδα, μπλέκονται σ' ένα παιχνίδι ακραίας βίας προσπαθώντας να επιβιώσουν.

«Οι τρεις ήρωες κινούνται στα άκρα, με αποτέλεσμα να ξεσκεπαστεί ένα παρασκήνιο στη σημερινή Ελλάδα για το οποίο πολλοί είναι αυτοί που εθελοτυφλούν» εξηγεί η συγγραφέας. «Είναι ένα έργο σκληρό, αλλά και βαθύτατα συναισθηματικό. Τους έχω αγαπήσει πολύ αυτούς τους ήρωες, παρόλο που είναι σκληροί. Ξέρω ότι για να φτάσουν κάποιοι στα άκρα έχουν μέσα τους μια μεγάλη πληγή, που προσπαθώ να τη βρω».

Όσον αφορά το θέμα της μετανάστευσης, η Λ. Βιτάλη δεν διστάζει να υποστηρίξει πως «θα το βρίσκουμε μπροστά μας σε όλη τη διάρκεια του αιώνα, παντού στον κόσμο. Με ενδιαφέρει το πολιτικό έργο, και η 'Νύχτα στην Εθνική' είναι ένα βαθύτατα πολιτικό σχόλιο », καταλήγει.

Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι Μαίρη Νάνου, Βασίλης Μπατσακούτσας και Ντομένικα Ρέγκου. Ακορντεόν παίζει ο Χάρης Σταυρακάκης.

 

Μάνια Ζούση

 


ΕΠΟΧΗ

ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ


Τα πολλαπλά επίπεδα της ξενότητας

Τον ξένο έχει ως θέμα το νέο έργο της Λείας Βιτάλη «Νύχτα στην Εθνική» που ανέβηκε πρόσφατα στο Αγγέλων Βήμα. Μια γυναίκα επιστρέφει μετά από χρόνια μετανάστευσης στη Γερμανία, κουβαλώντας στις βαλίτσες της τα χρήματα για να ανοίξει μια ταβέρνα στην Εθνική και χιλιάδες πληγές από τις ταπεινώσεις που δέχθηκε στην ξένη χώρα. Ξένη αυτή κι εκεί κι εδώ, ξένος κι ο γιος της με τον ταραγμένο ψυχικό κόσμο, που μπλέκεται γρήγορα με ναζιστικές ομάδες που προσφέρουν προστασία και «ψυχαγωγούνται» κυνηγώντας μετανάστες. Μια νεαρή κοπέλα από μια μακρινή ακαθόριστη χώρα θα γυρέψει καταφύγιο ένα βράδυ στην ταβέρνα και θα μείνει εκεί για να δουλέψει, μέσα στην περιφρόνηση και τις προσβολές της «αφεντικίνας». Θα κινήσει τον έρωτα του καταπιεσμένου γιού, θα πέσει θύμα βιασμού, θα σκοτώσει. 
Η Λεία Βιτάλη ασχολείται με το θέμα της βίας που γεννάει βία, του θύματος που γίνεται θύτης και προσπαθεί να αποδώσει τη μοναξιά και το φόβο, τα σκολιά μονοπάτια αναζήτησης της ευτυχίας σε μια κοινωνία που φοβάται το διαφορετικό και αντιμετωπίζει τον ξένο με καχυποψία και εχθρότητα, ζητώντας να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση. Θίγει, επίσης, το φαινόμενο της γέννησης ναζιστικών μορφωμάτων μίσους, αλλά στο σημείο αυτό προτιμά να μείνει μόνο στην αναφορά και στον τρόμο που προκαλεί η πολιτική του μίσους. 
Είναι πολύ σημαντικό που το θέμα του ξένου προβληματίζει πια το ελληνικό θέατρο τόσο συχνά και από τόσο διαφορετικές πλευρές. Δημιουργείται ένα ρεύμα που θα γεννήσει σιγά-σιγά ένα σύγχρονο πολιτικό θεατρικό λόγο, ανανεώνοντας όχι μόνο θεματικά αλλά και μορφικά την ελληνική δραματουργία.
Την παράσταση έχει σκηνοθετήσει η συγγραφέας και τους τρεις ήρωες ερμηνεύουν οι: Μαίρη Νάνου, Ντομένικα Ρέγκου και Βασίλης 
Ο «Θεατής» σχεδιάζει ένα αφιέρωμα στη δραματουργία με θέμα τη μετανάστευση στο εγγύς μέλλον.

 

http://epohi.gr/nyxta-stin-ethniki-tis-leias-vitali/




ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΤΟ ΓΑΜΟ



Ο Ένατος Γάμος

της Λείας Βιτάλη,

σε σκηνοθεσία της ίδιας.

Απολαυστική είναι στον γκρανγκινιόλ μονόλογο της πολυβραβευμένης Λείας Βιτάλη η βετεράνος ηθοποι­ός Μαίρη Νάνου, η οποία υποδύεται μια γυναίκα-προϊστορικό καπιταλιστικό τέρας λίγες ώρες πριν από την τελική πτώση.

Κάνε σούζα μικρή μου χώρα!» Η Κλάρα Τσα-χανασιάν ξέρει σίγου­ρα πώς να διατάζει. Πάμπλουτη και υπέργηρη, αυτή η γυναίκα-ηγέτις κρατάει τις τύχες του κόσμου στα χέρια της. Ανε­βοκατεβάζει τις κυβερνήσεις και τις τιμές του χρηματιστηρίου, εξα­γοράζει την κοινή γνώμη, επεν­δύει το μαύρο χρήμα της σε αγα­θοεργίες και καταστρέφει χώρες για την πλάκα της. Στην ηλικία των 115 ετών, αυτό το προϊστορικό τέ­ρας του καπιταλισμού ετοιμάζε­ται για τον ένατο γάμο του, τρα­γουδώντας παθιάρικα το «Amado

mio». Μόνο που ο υποψήφιος γα­μπρός είναι ήδη νεκρός, κατόπιν δικής της διαταγής, πριν από 55 χρόνια, προκειμένου να τον εκδι­κηθεί γιατί την είχε προδώσει. Ή μήπως εκείνη η εκτέλεση δεν έγινε τελικά ποτέ; Αν όλα αυτά κάτι σας θυμίζουν, είναι γιατί η Ελληνίδα βραβευμέ­νη συγγραφέας έγραψε τον «Ένα­το Γάμο» σαν έναν γκρανγκινιόλ, παραισθησιογόνο και λοξό μονό­λογο με κεντρικό πρόσωπο την Κλάρα Τσαχανασιάν από το έργο «Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» (1965) του Φρίντριχ Ντίρενματ. Κι αν ο Ελβετός συγγραφέας εί­χε φανταστεί την ηρωίδα του ως σύζευξη τριών μεγιστάνων των '50s (Τσαχάροφ-Ωνάσης-Γκιουλ-μπεκιάν, εξ ου και το «Τσαχανα­σιάν»), η Λεία Βιτάλη αντιμετω­πίζει το ίδιο πρόσωπο σαν ένα συνονθύλευμα της Θάτσερ, του Μπους και της Μέρκελ. Διατηρώ­ντας ανέπαφη την εκκεντρική θε­ατρικότητα του έργου του '65 και προωθώντας τον διδακτικό μύθο του σε μια εσχατολογική συνθή­κη μαύρης φάρσας, η Βιτάλη δίνει με σουρεαλιστικό οίστρο τη συ­νέχεια της υπόθεσης, σαν σχόλιο για την πτώση του (υπαρκτού) κα­πιταλισμού και την αντικατάστα­ση του από ένα νέο και ακόμη πιο τερατώδη (υπερ)καπιταλισμό. Το έργο της είναι διασκεδαστικό και επίκαιρο, εύληπτο ακόμη και από τον θεατή που δεν έχει ακούσει ποτέ για την «Γηραιά Κυρία». Και όλα αυτά σε ένα σκπνικό-αναπα-ράσταση μαυσωλείου στο Κάπρι, το οποίο αναδίνει θεατρικότητα

και επικυρώνει τη σουρεαλιστική διάσταση του έργου (καλλιτεχνι­κή διεύθυνση: Ν.-Αύγ. Γκέσκερ, επιμέλεια σκηνικών/κοστουμιών: Ελ. Μανωλοπούλου, φωτισμοί: Αλ. Αναστασίου, βίντεο: Δ. Μεϊμά-ρογλου). θυμίζοντας την Γκλόρια Σουάνσον από τη σινεφίλ «Λεω­φόρο της Δύσης», η Μαίρη Νά­νου, ντυμένη με νυφικό τύπου Chanel και πέπλα Dior, με το πρό­σωπο ψιμυθιωμένο κι ένα βιζόν στο λαιμό, ερμηνεύει πειστικά την αλαζονική πτώση της Κλάρα Τσαχανασιάν και την ίδια στιγ­μή λιώνει από έρωτα, υποστηρί­ζοντας το ρόλο της, άλλοτε με γκροτέσκους και άλλοτε με δρα­ματικούς όρους. Προς το τέλος, βέβαια, η ηθοποιός φορτίζει την ερμηνεία της με μελοδραματικό ζήλο, ίσως όμως εκεί την οδηγεί ο ίδιος ο μονόλογος, ο οποίος συ-στρέφεται -φλυαρώντας από ένα σημείο και ύστερα- γύρω από ένα ψυχαναλυτικής φύσεως ψευτο-δίλημμα: τι είναι τελικά π Κλάρα; Μια ανήθικη πόρνη του καπιταλι­σμού ή μια αθώα ερωτευμένη, την οποία η ζωή μεταμόρφωσε στα­διακά σε τέρας, έστω κι αν εκεί­νη απλώς ήθελε «κάποιον να την αγαπάει» (όπως η ίδια εξομολο­γείται στο τέλος); Όποια απάντηση κι αν δώσουμε, δεν έχει μεγάλη σημασία. Η Κλάρα Τσαχανασιάν, είτε εκείνη του Ντίρενματ είτε η τωρινή της Βιτάλη, θα είναι πάντα ένα τέλειο σύμβολο της σαθρής ηθικής της απληστίας, η οποία δεν χρειάζεται καμία αιτία ή άλλο­θι για να υπάρξει.

Αγγέλων Βήμα Σατωβριάνδου 36, 2105242211. Διάρκεια: 80'.

Αθηνόραμα

Ιλειάνα Δημάδη




ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ADDIO DEL PASSATO


  ADDIO DEL PASSATO



 Με ένα πολύ δυνατό, τρυφερό και συγκινητικό έργο - που πολλοί απ' όσους το είδαν το xαρακτήρισαν σαν το ελληνικό εργο της χρονιας- η Λεία Βιτάλη επανεμφανίζεται στα θεατρικά πράγματα του φετεινού Χειμώνα στην Αθήνα.

Το έργο με τον τίτλο ADDIO DEL PASSATO, που στα ιταλικά σημαίνει «αντίο στα περασμένα» και είναι φράση παρμένη απο την όπερα Λα Τραβιάτα του Βέρντι, είναι ένα εργο στα όρια της μαύρης κωμωδίας, που μιλάει για την πιο καυτή και την πιο τρυφερή σχέση της Ζωής μας: τη σχέση με τη μητέρα!
Ένα απόγευμα Τετάρτης, μητέρα και κόρη, κλεισμένες στην κουζινα του σπιτιού τους φτιάχνουν το πατροπαράδοτο κέικ με λεμόνι, Είναι χωρισμενες. Είναι μόνες. Γυναίκες της διπλανής πόρτας. Αλλά κουβαλάνε στην ψυxή τους ένα μυστικό που τις έχει σημαδέψει.
Μεσα σ' ένα κλίμα γκροτέσκας τρέλας, παίζουν το επικίνδυνο παιχνίδι της αλήθειας τραγουδώντας.
Συγχρόνως, με την ίδια ανάλαφρη διάθεση ξεγυμνώνουν τους εαυτoυς τους φερνοντας στο φως «εκεινο» το μυστικό που έκρυβαν μέσα στην καρδιά τους. Έτσι κατορθώνoυν να πλησιάσουν η μία την άλλη δίνοντας συγχώρεση και κερδίζοντας την αγάπη που ποθούσαν σε όλη τους τη ζωή.
Με εξαιρετικά λεπτή ψυχολογική διείσδυση στην προσωπικότητα των δύο πρωίδων, στιγμές ποιητικής απογείωσης, ελαφράδα και χιούμορ, η Λεία Βιτάλη συνθέτει με δεξιοτεχνία ένα απρόβλεπτο σκηνικό παιχνίδι.
Eξαιρετικά εμπνευσμένη σκηνοθετικα η παράσταση από τον Τάσο Μπαντή, γνωστό και από τον θαυμάσιο ρόλο του ως παππού στην ταινία Πολίτικη κουζίνα, απογειώνει το έργο, ενώ π Σμαράγδα Σμυρναίου στο ρόλο της κόρης και η Αναστασία Πανταζοπούλου ως μητέρα δίνουν ένα πραγματικό ρεσιτάλ ηθοποιίας μέσα σ' ένα εντυπωσιακό και πλούσιο σκηνικό από την πρώτη στιγμή μέχρι το απρόβλεπτο φινάλε. Πολύ καλή και η Κατερίνα Τεπελένα που παίζει επί σκηνής βιολί.
Μια παράσταση που αξίζει να δει κανείς yια τη συγκίνηση, την ανθρωπιά της, το χιούμορ και τις σπουδαίες ερμηνείες τπς, στο θεατρο ΕΜΠΡΟΣ.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΚΤΗ, 17 Δεκεμβριου 2005

«ADDIO DEL PASSATO» ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΜΠΡΟΣ

Η ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ γράφει ένα έργο στα όρια τπς μαύρης κωμωδίας και η Σμαράγδα Σμυρναίου με την Αναστασία Πανταζοπούλου παίρνουν τα ηνία επί σκηνής.
Πώς μπορούν να διαταραχτούν οι σχέσεις μητέρας και κόρης; Όλα ξεκινούν όταν αποφασίζουν κάποιο απόγευμα να φτιάξουν παρέα το πατροπαράδοτο για εκείνες κέικ λεμόνι. Ενώ όλα δείχνουν ότι η διαδικασία του μαγειρέματος γίνεται μέσα σε κλίμα ευχάριστο, δεν αργούν να έρθουν οι ανατροπές. Ανατροπές από αλήθειες που καταπίεζαν τόσα χρόνια μέσα τους και που τις κάλυπταν με τα πλέον αληθινά ψέματα.
Η καθεμιά από τη μεριά της βιώνει και αναπαριστά διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας, κάνοντας έτσι ένα ταξίδι αυτογνωσίας μέχρι να κερδιθεί πλέον η καθαρτήρια συμφιλίωση. Με εξαιρετικά λεπτή ψυχολογική διείσδυση, η Λεία Βιτάλη συνθέτει ένα απρόβλεπτο σκηνικό παιχνίδι. Το «Addio del Passato» είναι το πιο πρόσφατο έργο της Βιτάλη που αναφέρεται στην πιο τρυφερή σχέση, αυτήν της μητέρας με την κόρη.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ EXODUS, 14 Δεκεμβρίου 2005

Addio del passato ***

της Λείας Βιτάλη.
Σκηνοθεσία: Τάσος Μπαντής

Ψυxαναλυτικής υφής το νέο έργο της γνωστής Ελληνίδας συγγραφέως. ανατέμνει με χιούμορ μια δύσκολη σχέση μητέρας κόρης. Πολύ καλές ερμηνείες από τις δύο πρωταγωνίστριες, ενορχηστρωμένες σε μια ατμοσφαιρική παράσταση.
Εν μέσω ληγμένων εβαπορέ, βρόμικων πιατικών, τραγουδιών. αναμνήσεων, μυστικών. ψεμάτων και ψυχικών τραυμάτων, μια μάνα και μια κόρη περνούν ένα απόγευμα κλεισμένες στην κουζίνα της πρώτης. Φτιάχνουν κέικ και παραδίδονται σε αυτοσχέδιες άριες και αμοιβαίες εξομολογήσεις. Σταθερό ηχητικό περιβάλλον στη συνάντησή τους -κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά- το συμβολικό για τη σχέση τους «Addio del passato» (Αντίο στα περασμένα) από την «Τραβιάτα» του Βέρντι. Γιατί. πράγματι, αφού πρώτα η μία κατασπαράξει και κατατροπώσει τπν άλλη. θα συμφιλιωθούν με την παραδοχή πως «έτσι ήταν. είναι και θα είναι αυτές οι σχέσεις. μάνας και κόρης: δύσκολες». Η Λεία Βιτάλη γράφει με χιούμορ. εμβρίθεια ψυχαναλυτή και τεχνικές αρετές για μια πολύ συγκεκριμένη, ιδιαίτερη σχέση: εκείνη της δεσποτικής μητέρας Σοφίας (Αναστασία Πανταζοπούλου) και της κόρης της Βάσως, που πλησιάζει τα πενήντα κι όμως ακούει ακόμα στο –υποτιμπτικό για τπν ίδια- όνομα «Βασούλι» (Σμαράγδα Σμυρναίου). «Κάτι ανάμεσα σε κουζίνα και τοπίο ονείρου από το παρελθόν» ζητούν οι οδηγίες της συγγραφέως και η σκηνογράφος Ελένη Mανωλoπoύλoυ δπμιουργεί ένα ονειρικό σκηνικό, αριστοτεχνικά φωτισμένο από τον Ηλία Κωνσταντακόπουλο: ένα «γιαγιαδίστικο» κουζινικό δεκαετίας '80 που -κυριολεκτικά- αιωρείται. Τα ράφια, τα ντουλάπια, ο φούρνος, το ψυγείο. Όλα κρέμονται από μεταλλικά σχοινιά και κλυδωνίζονται στον αέρα σαν να βρισκόμαστε σε μια παράδοξη παιδική χαρά για μεγάλους.
Κι ενώ το έργο κερδίζει στις πρώτες εντυπώσεις και παρακολουθείται ευχάριστα -χάρη εξάλλου στπν ατμοσφαιρική, καλοδουλεμένη σκηνοθεσία τουΤάσου Μπαντή και τις γερές ερμηνείες των δυο ηθοποιών- σύντομα αισθάνεται κανείς πως ομφαλοσκοπεί περισσότερο από όσο χρειάζεται. πως στριφογυρίζει συνεχώς γύρω από τον άξονα της ατομικής. οριακά «ψυχαναγκαστικής» και πολύ συγκεκριμένης αυτής σχέσης. δίχως να εκτοξεύεται στο συλλογικό, οπότε να μπορεί να αφορά κάθε θεατή. ανεξάρτητα από τα βιώματα και τις εμπειρίες που εκείνος κουβαλά.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, 20 Δεκεμβρίου 2005

Η ΑΓΑΠΗ ΣΥΓΧΩΡΕΙ

Το έργο. Το «Βασούλι» που έχει σαρανταρίσει, πενηνταρίσει..., έχει παντρευτεί, έχει χωρίσει, αλλά για τη μητέρα τnς ποτέ δεν έγινε Βασιλική. Ή έστω Βάσω. Η κυρία Σοφία, η μητέρα. Γυναίκα καταπιεστική. που υποτιμά τηv κόρη τns σε σχέση με την -παρούσα μόνο στο τηλέφωνο- αδερφή της που είναι ηθοποιόs επιτuχημένη. Στο παλιό διαμέρισμά τnς, με τις φθορές από το χρόνο χειροπιαστές πια, το «Βασούλι» την επισκέπτεται κάθε Τετάρτη, Tnς ψήνει κέικ, μιλάνε για το παρελθόν, τραγουδούν -το τραγούδι, η μουσική ήταν αισθητά παρόντα στη ζωή τους-, γκρινιάζουν, «τρώγονται».. . Το παρελθόν που τις συνδέει-και τις χωρίζει- το σφραγίζουν ένα μπλε φουστάνι κι ένας άντρας που πέρασε από το σώμα- και τηv ψυχή;- και των δύο. Η συγκεκριμένη Τετάρτη του καινούριου έργου της Λείαs Βιτάλη «Addio del Passato», ιδιαίτερα εξομολογητική και για τις δύο, θα σημαδευτεί από μια ανατροπή που αιφνιδιάζει τον θεατή. Μια ανατροπή η οποία θα γίνει αφορμή να λιώσει μέσα στην αγάπη -που δεν μπορεί με τίποτα να εξανεμιστεί... - το μίσοs που τα γεγονότα έχουν υφάνει ανάμεσα στις δύο γυναίκεs και να το μετατρέψει σε συγχώρηση. Θραύσματα από μνήμες, θραύσματα λόγου, παράλληλοι μονόλογοι, δράση ανύπαρκτη που παράγεται μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των δύο, «πάτημα» στο ρεαλισμό που γίνεται όμως ποιητικός, καταστάσεις τnς ελληνικής -και όχι μόνο της ελληνικής- κοινωνίας εύκολα αναγvωρίσιμες... Το «Addio del Passato» δεν πρωτοτυπεί, έχει ατέλειεs, τα «δάνεια» δεν κρύβονται, αλλά είναι καλά δουλεμένοι οι διάλογοί του, δεν φλυαρεί, δεν πλατειάzει, είναι τρυφερό, νοσταλγικό και κομίζει μια συγκίνηση.
Η παράσταση. Ο Τάσος Mπαvτής αντιμετώπισε στοργικά το κείμενο. Δημιουργώντας στη σκηνή μια ρευστή ατμόσφαιρα ονείρου που πολύ του ταιριάζει. Πρόσεξε τη λεπτομέρεια, έδωσε σημασία στις αποχρώσεις, αλλά νομίζω nως έπρεπε να δουλέψει λίγο περισσότερο με το λόγο που κάποιες στιγμές «τραγουδιέται». Και θα ήθελα μια σταλιά χιούμορ περισσότερο. Το αιωρούμενο σκηνικό τnς Ελένης Μανωλοπούλου που αρχίζει να «αναλαμβάνεται» στο φινάλε δίνει την τέλεια για την παράσταση σκηνογραφική λύση - την καθορίζει. Τα κοστούμια τnς, οι διακριτικές αλλά καίριες μουσικές του Πλάτωνα Ανδριτσάκη με την παρούσα oνειρική βιολονίστρια. η μουσική διδασκαλία του Ανρί Κεργκομάρ -οι δύο ηθοποιοί τραγουδούν σωστά αλλά και φυσικά, ανθρώπινα συντελούν αποφασιστικά στο αποτέλεσμα. Και πάνω απ' όλα οι εξαίρετοι φωτισμοί του Ηλία Κωνσταντακόπουλου.
Οι ερμηνείεs. Η Αναστασία Πανταζοπούλου κομίζει στην παράσταση το κύροs της. Έχει δύναμη αλλά και τρυφερότητα, μια φωνή-τσέλο, τραγουδάει ωραία. Και το αποστασιοποιημένο, δίσημο παίξιμό τns είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται ο ρόλοs - μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Η Σμαράγδα Σμυρναίου, με κίνηση και φρεσκάδα νεανική, κρατάει το μεγάλο βάροs τnς παράστασης. Αν και λίγο «τραγουδάει» το λόγο στην αρχή, σιγά-σιγά «απογειώνεται» και, ώριμη nθοποιός, με άψογη τεxνική, με τη δυνατότητα να ελέγχει πλέον τη φωνή τns, δίνει μια ερμηνεία δυνατή. μεστή, συγκινητική -αλλά ποτέ μελό-, με προσοχή στη λεπτομέρεια.
Η σούμα. Μια παράσταση ικανή να σας συγκινήσει.

Γιώργος Σαρηγιάννης, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 6 Ιανουαρίου 2006

Ψυχανάλυσn και θέατρο

Σε σκηνοθεσία του Τάσου Mπαντή παρουσιάζονται στο θέατρο Εμπρός, σε διαφορετικές παραστάσεις, δύο σύγχρονα έργα ψυχαναλυτικής προσέγγισης γραμμένα από γυναίκες: Το «Ενας αριθμός» της Αγγλίδας Κάριλ Τσέρτσιλ και το «Addio del Passato» της Λείας Βιτάλη. Παρά τις ουσιώδεις διαφορές των δύο έργων, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όπως παρουσιάζονται συνιστούν ένα δίπτυχο; ένα θεατρικό κλάσμα μάλλον, που ως αριθμητή του έχει την αρχέγονη αντιπαλότητα του πατέρα με τους γιους του, και ως παρονομαστή του την ταύτιση της κόρης με τη (νεκρή) μητέρα. Η πρώτη περίπτωση αντιπροσωπεύει μία απ' τις γενικές συνιστώσες της φροϋδικής θεωρίας, ενώ για τη δεύτερη έχει γράψει ένα εκτεταμένο ειδικό αυτοβιογραφικό ψυχαναλυτικό δοκίμιο η Μαρία Βοναπάρτη.
Το έργο της Αγγλίδας, ανακατεμένο και με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, με ακραίο παρακινδυνευμένο μύθο, επηρεασμένο ίσως κι από ένα παλιό ανάλογο διήγημα, του Ασίμοφ αν θυμάμαι καλά, δεν πείθει, φοβάμαι, ούτε ως θέατρο ούτε ως ψυχανάλυση.
Το έργο της Λείας Βιτάλη είναι σαφώς καλύτερο, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο της Αγγλίδας συναδέλφου της, αλλά και σε σύγκριση με τα προγενέστερα δείγματα θεατρικής γραφής της ίδιας. Έχει προοδεύσει, αυτό που θέλει να αφηγηθεί το αφηγείται με τρόπο θεατρικά εντελή και χειρίζεται τις ανατροπές με τρόπο αποτελεσματικό. Το «Addio del Passato» είναι ένα έργο μουσικής δομής για ντουέτο βιολί και βιόλα, ξεκινά με αντάτζιο, εξελiσσεται σε φούγκα, τελειώνει με μοντεράτο σόλο βιολί, χωρίς να χάνει τα ενδιάμεσα θέματα και τους ρυθμούς του. Επίσης έχω την εντύπωση -το γράφω με επιφύλαξη-ότι η κεντρική ιδέα του έργου ενυπάρχει στο ψυχαναλυτικό δοκίμιο της Βοναπάρτη που ανέφερα πιο πάνω. Έστω ότι αυτό συμβαίνει, όμως η συγγραφέας δεν μιμείται δουλικά το πρωτότυπο, αλλά το αναπλάθει με δημιουργική φαντασία. Θα πρέπει όμως να προσέχει και κάποια «γεμίσματα» των διαλόγων της, να είναι μεστότερα ουσίας.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Μπαντής είναι καλή και δουλεμένη, στο κατάλληλο ύφος του «ρευστού ρεαλισμού», με κλίμα λυρικό και ατμόσφαιρα ενός ονείρου της πραγματικότητας. Η μουσική του Ανδριτσάκη καίρια και τα σκηνικά-κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου εξαίρετα. Η Σμαράγδα Σμυρναίου ένα έξοχο μουσικό όργανο υψηλής ευαισθησίας και ηχείο, προσεγγίζει και κατακτά τον ρόλο απ' την απόκρημνη πλευρά του. Η Αναστασία Πανταζοπούλου έχει βάρος και όγκο υποκριτικό για όσους υποψιάζονται το βυθισμένο μέρος κάτω απ' τα νερά του παγόβουνου και δεν αρκούνται στην κορυφή που προβάλλει, Η Κατερίνα Τεπελένα κερδίζει με τη απλή, λιτή παρουσία και συγκινεί με το ωραίο βιολί της. Η φωνητική διδασκαλία είναι του Ανρί Κεργκομάρ.

Λέανδρος Πολενάκης, ΑΥΓΗ, 29 Ιανουαρίου 2006

ADDIO DEL PASSATO

Το Addio del passato (αναφορά στην «Τραβιάτα» του Βέρντι) είναι ο τίτλος του τελευταίου έργου της Λείας Βιτάλη που παίζεται στο «Εμπρός» σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή. Μια μητέρα και μια κόρη ένα απόγευμα Τετάρτης βρίσκονται μαζί μέσα στην πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα του πατρικού (σκηνικό -κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου). Μόλις έχει… φύγει η πρώτη, μόλις έχει χωρίσει η δεύτερη. Το παρελθόν τους ζωντανεύει μέσα από αντιθέσεις, κόντρες, ιδιοτροπίες της καθεμιάς, πάντα στον ίσκιο ενός σκοτεινού μυστικού που τις συνδέει αλλά συνεχώς αρνούνται την κουβέντα του. Στο διάστημα αυτό φτιάχνουν το πατροπαράδοτο κέικ με λεμόνι και τραγουδούν της αγαπημένες τους άριες (μουσική Πλάτωνα Ανδριτσάκη). Όσο όμως εξελίσσεται το παιχνίδι της αλήθειας και της πλάνης τόσο οι εξομολογήσεις πλησιάζουν στο ανομολόγητο συμβάν του παρελθόντος. Τότε που η κόρη μόλις έμπαινε στην εφηβεία και η μητέρα ζούσε τον έρωτα μιας εξωσυζυγικής σχέσης. Η καθεμιά θυμάται και αναπαριστά την προσωπική της εκδοχή από το οδυνηρό επεισόδιο. Ατάκα στην ατάκα, μνήμη στη μνήμη, οι δυο γυναίκες αρχίζουν να συναντιούνται. Έργο με χιούμορ και τρυφερότητα το Addio del passato διαδραματίζεται στο χώρο της μνήμης και επικεντρώνεται σε δύο «ρόλους» δυνατούς, μάνας και κόρης, αναδεικνύοντας το μωσαϊκό της ενδιαφέρουσας σχέσης τους. Τις δύο ηρωίδες ερμηνεύουν η Σμαράγδα Σμυρναίου και η Αναστασία Πανταζοπούλου. Η Κατερίνα Τεπελένα παίζει βιολί. Μην το χάσετε.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ON-OFF (Ελευθεροτυπία), 8 Ιανουαρίου 2006

Addio del passato της δημοφιλούς συγγραφέως Λείας Βιτάλη.

Στην κουζίνα ενός απλού σπιτιού διαδραματίζεται το ευφυές σενάριο της χαρισματικής συγγραφέως Λείας Βιτάλη. Η Λεία για μια ακόμη φορά ασχολείται με το αγαπημένο της θέμα τη σχέση μάνας-κόρης. Την εύθραυστη ισορροπία των συναισθημάτων μεταξύ τους, που ξεκινούν από την αγάπη, περνούν από τη ζήλια, το μίσος, την εκδίκηση, την αναζήτηση της επιβράβευσης, για να καταλήξουν ξανά στο σημείο που ξεκίνησαν, την αγάπη. Αυτή την παράξενη αγάπη που συνδέει την κόρη, τη δεύτερη κόρη, την παραμελημένη κόρη, με τη μάνα. Αυτό το παράξενο δέσιμο που καταδυναστεύει τη ζωή της κόρης, της παραμελημένης κόρης, όλη της τη ζωή. Μέχρι που η μάνα πεθαίνει και μόνο τότε η κόρη ανακαλύπτει ότι η μάνα δεν ήταν παρά η κόρη, η δεύτερη κόρη, η παραμελημένη κόρη μιας άλλης μάνας κι έτσι απελευθερωμένη έστω και στην ωριμότητά της ξεκινά μια νέα ζωή, μακριά από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Μια εξαιρετικά καλή παράσταση στο θέατρο του παλιού τυπογραφείο του Εμπρός στου Ψυρρή. Καταπληκτικές οι ερμηνείες της Σμαράγδας Σμυρναίου, που υποδύεται το Βασούλι, την κόρη, με τόσο ρεαλισμό και φυσικότητα που νομίζεις πως είσαι εσύ, της Αναστασίας Πανταζόπουλου στο ρόλο της μάνας της Σοφίας, που κάπου σου θυμίζει τη δική σου μάνα που της έλεγες κάτι και για κείνην πέρα έβρεχε και της Κατερίνας Τεπελένα που συνόδεψε απαλά με το βιολί, τις συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές. Εξαιρετικά καλή σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, η μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, ενώ το σκηνικό και τα κοστούμια έχει επιμεληθεί η Ελένη Μανωλοπούλου, οι φωτισμοί είναι του Ηλία Κωνσταντακόπουλου και η φωνητική διδασκαλία του Ανρί Κεργκομάρ. Είναι μια παράσταση που πρέπει να δει κάθε γυναίκα, κάθε μάνα, κάθε κόρη. Η γυναίκα θα ανακαλύψει αισθήματα που ποτέ δεν έχει ομολογήσει και ο άνδρας θα ανακαλύψει άλλη μια πλευρά της γυναικείες προσωπικότητας.

ΡΕΠΟΡΤΕΡ, 9 Δεκεμβρίου 2005

Aπό την καταγραφή στην παραγραφή

Tο θέατρό μας μετά τη δεκαετία του '70, για λόγους που και άλλοτε έχω αναλύσει, χαρτογράφησε μια ιδιαίτερα απροσδιόριστη περιοχή της κοινωνικής μας ενδοχώρας. Χαρτογράφησε ένα φάσμα από το περιθώριο και το λούμπεν προλεταριάτο έως τους μικροαστούς και τους μεσοαστούς. Ήταν μια περιοχή ανεξερεύνητη και από την κοινωνιολογία και την ιστορία των θεσμών και την εκπαίδευση. Τον χώρο αυτό στην Ευρώπη τον μελέτησαν και το θέατρο και ο κινηματογράφος από τις αρχές του 20ού αιώνα και πριν. Εξάλλου και ο νατουραλισμός και ο γερμανικός κυρίως εξπρεσιονισμός τα θέματά τους από αυτές τις δομές, το περιβάλλον και τους χαρακτήρες αντλούσαν. Μόνο κάποιοι αριστεροί κυρίως πεζογράφοι (ο Βουτυράς, ο Πικρός, ο Δασκαλάκης) επηρεασμένοι από την αλητογραφία του Γκόρκι, του Ιστράτι, του Χάμσουν υπηρέτησαν το κοινωνικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα και ό,τι απέρρεε από τη βαρναλική θέση των «Μοιραίων».
Πρώτος ο Καμπανέλλης, μετά ο Μουρσελάς, η Αναγνωστάκη και αργότερα ο Σκούρτης και οι νεώτεροι (Μανιώτης, Χρυσούλης, Στάικος) ανίχνευσαν με επιτυχία συχνά τους μεγαλοαστούς ή προβληματίστηκαν πάνω στα παθολογικά γνωρίσματα της αστικής ζωής.
Νομίζω πως η ακολουθία ήταν ορθή, γιατί και η κοινωνία μας αυτή την κλίμακα ακολούθησε, αφού άργησε να εμφανίσει τα αδιέξοδα του αστικού τρόπου ζωής, αφού κοινωνικά ο εξαστισμός μας έμενε πάντα λειψός.
Φέτος ήδη σχολίασα την «Bella Venezia» του Διαλεγμένου, τους «Ηθοποιούς» του Σκούρτη και την επανάληψη του έργου της Αναγνωστάκη «Διαμάντια και μπλουζ», που θα με απασχολήσει προσεχώς, έργα σαφώς αναλυτικά ενός συγκρουσιακού ψυχισμού στα πλαίσια του σύγχρονου πλέον κοινωνικού μορφώματος (και ας μη μας παγιδεύει το «παρελθόν» των ηρώων του Διαλεγμένου) ή, αν θέλετε, αναλυτικά ενός σύγχρονου τρόπου προσέγγισης των ανθρώπινων υπαρξιακών προβλημάτων έστω και αν τα αναλυόμενα αναφέρονται σε παλιότερες δομές ή κατεστημένες πάγιες αντιλήψεις.
Έτσι το έργο που σήμερα θα προσπαθήσω να αναλύσω καταγράφει με σύγχρονες θεατρικές τεχνικές και με μέθοδο δανεισμένη από την ψυχιατρική και την ανάλυση μια πανάρχαιη, αρχετυπική σχέση για την οποία και το θέατρο και η ψυχανάλυση έχουν ξοδέψει πολλή μελάνη και ποικιλία προσεγγίσεων.
Πρόκειται για το μεγάλο μονόπρακτο της Λείας Βιτάλη «Addio del Passato» που ανέβασε στο θέατρο «Εμπρός» ο Τάσος Μπαντής.
Το θέμα είναι αρχετυπικό, η σύγκρουση δεδομένη, αλλά πάντα κριτήριο για την πρωτοτυπία που υπερβαίνει το αυτονόητο είναι ο τρόπος.
H Βιτάλη διάλεξε δύσκολο, αλλά και γόνιμο δρόμο για να διαπραγματευτεί μια πράγματι τραυματική σχέση. Εν πρώτοις υπάρχει ένα υφολογικό δίλημμα που η σκηνοθεσία οφείλει να το λύσει ισορροπώντας σε τεντωμένο σχοινί.
Μια ώριμη γυναίκα, χωρισμένη, με μεγάλα παιδιά, επισκέπτεται κάθε εβδομάδα τη μητέρα της και φλυαρώντας και μαλώνοντας φτιάχνει με όλη τη μαγειρική τελετουργία ένα κέικ. Το τάιμινγκ του έργου, η διάρκειά του είναι ο χρόνος που χρειάζεται να ετοιμαστούν τα σκεύη, να γίνει η δοσολογία του μείγματος και να ψηθεί το γλυκό. Ένας τελετουργικός μεν αλλά ρεαλιστικός χρόνος. Αυτό υποβάλλεται στον θεατή ότι συμβαίνει χρόνια. Στο θεατρικό όμως παρόν που παρακολουθεί ο θεατής είναι η πρώτη τέτοια μέρα των επισκέψεων μετά τον θάνατο και την ταφή της μητέρας. Ο ρεαλισμός τινάζεται στον αέρα, αφού η μητέρα είναι νεκρή και η συνομιλία συμπυκνώνει δύο χρόνους, τον παρελθόντα ( που αναλύεται, όπου και αναδύονται οι τραυματικές σχέσεις των δύο γυναικών), και τον παρόντα (όπου η κόρη, επιτέλους, απελευθερώνεται από τις εξαρτήσεις, τα συμπλέγματα, τις αναστολές και αντικρύζει την αλήθεια).
Αντιλαμβάνεται λοιπόν καθένας πόσο δραματουργικά ενδιαφέροντα προβλήματα είχε να λύσει η Λεία Βιτάλη. Εντός του μετρήσιμου ωρολογιακού χρόνου εγκιβωτίζονται πολλές «στιγμές» ενός βίου που κατέστησε τις δύο ηρωίδες ανταγωνιστικές. «Στιγμές» όπου η στρατηγική της καθεμιάς, άλλοτε επιθετική άλλοτε αμυντική, δημιουργούσε μια συνεχή εγρήγορση ώστε τα οικεία δεινά να παροχετεύονται, να καταχωνιάζονται, να μεταλλάσσονται, να μεταμορφώνονται, αλλά συχνά να αναδύονται απειλητικά, γυμνά, ωμά.
Αυτός ο χρόνος της μνήμης φέρνει στην επιφάνεια ανομολόγητες πράξεις, ενώ παράλληλα η μητρική έγνοια αλλά και τόλμη λειτουργεί εξουσιαστικά, δυναστικά πάνω στην κόρη σημαδεύοντας την προσωπικότητά της και καθορίζοντας την ενήλικη ζωή της και τον γάμο της. H συγγραφέας όμως με μεθοδικούς αναβαθμούς οδηγεί τη σύγκρουση σε μια καθαρτήρια έξοδο, όταν με τρόπο αποκαλυπτικό και ανατρεπτικό η κόρη ωθείται σε μια ταύτιση μετη μοίρα της μητέρας, που της λύνει όλους τους συμπλεγματικούς κόμπους.
Το έργο έχει ρυθμό, χιούμορ, νεύρο αλλά και μυστήριο και διαθέτει μια αρετή που τη διαθέτουν πάντα τα καλά έργα. Αφήνει πτυχές και γωνίες αφώτιστες, κίνητρα ακατανόητα και σκοπούς συγκεχυμένους, αφού ποτέ κανείς δεν μπορεί να φτάσει στον βαθύν λόγον της ψυχής, όσην επιπορευόμενος οδόν, για να ενθυμηθούμε τον Ηράκλειτο.
Δεν έχει ατέλειες η γραφή της Βιτάλη; Σαφώς. Και επαναλήψεις και επικαλύψεις και σημεία, ανεξάρτητα με όσα σημείωσα πριν, δυσερμήνευτα. Ασκεί όμως μια γοητεία, κρατά το ενδιαφέρον και διαθέτει μια καθαρή θεατρική γλώσσα. Δραστική.

Μεταφυσική διάσταση της θνητής εκκρεμότητας
Ο Μπαντής έκανε καλή δουλειά. Δούλεψε τους διπλούς χρόνους, δημιούργησε διαφορετικά επίπεδα παρουσίας, αφού το ένα πρόσωπο είναι «εδώ τώρα» και το άλλο «εκεί άλλοτε», ενώ παράλληλα κυλά ο σκηνικός παρών χρόνος.
Είχε στη διάθεσή του δύο ευαίσθητες ηθοποιούς που η υποκριτική τους γλώσσα διαθέτει συναισθηματικές διαβαθμίσεις, συχνά αδιόρατες. H Αναστασία Πανταζοπούλου (μητέρα) έχει συλλάβει εξαίσια τον απόντα χρόνο και αναδύεται από τη μνήμη της κόρης με τις ουσιώδεις, σχηματικές της χειρονομίες και τον μουσικό, σημαίνοντα λόγο της.
H Σμαράγδα Σμυρναίου πλάθει την κόρη με σύνθετα υλικά, μπαίνοντας και βγαίνοντας από το παρόν στο παρελθόν, από τη μνήμη στη συνείδηση του παρόντος. Με μια πράγματι εντυπωσιακή λεπτομέρεια, μέσα στην καθημερινότητα της πληκτικής τελετουργίας της κουζίνας, υπάρχει η σκιά του βαρέος παρελθόντος και όταν η μετάθεση γίνεται στον χρόνο της μνήμης αγρυπνεί η συνείδηση τού τώρα.
Το ευρηματικό σκηνικό της Μανωλοπούλου έδωσε στο έργο μια μεταφυσική διάσταση της θνητής εκκρεμότητας. Όλα τα έπιπλα παραπαίουν και στο τέλος αναλαμβάνονται στους ουρανούς!!
Ο Πλάτων Ανδριτσάκης και η επί σκηνής βιολίστρια Κατερίνα Τεπελένα δίνουν μια τέταρτη πλέον διάσταση στο πρισματικό αυτό έργο.

Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ , 16 Ιανουαρίου 2006

Συνέντευξη ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ
«Είναι υγεία να γράφεις»

Περισσότερο αφαιρετική, υπερρεαλιστική και ώριμη από άλλοτε, η Λεία Βιτάλη στο τελευταίο έργο της «Addio del passato» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκης»), που παρουσιάζεται στο θέατρο «Εμπρός», φέρνει την κόρη αντιμέτωπη με τη μάνα σε μια σκληρή σχέση-αρχέτυπο. Η θεατρική συγγραφέας, που τάραξε το 2000 με το «Γεύμα», γνωρίζει να «χτυπάει» στο μεδούλι των σκληρών αληθειών μας. Από την παράσταση του «Εμπρός», που ευτύχησε στη σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, με κόρη τη Σμαράγδα Σμυρναίου και μητέρα την Αναστασία Πανταζοπούλου, οι θεατές αποχωρούν έχοντας υποστεί κάτι σαν ψυχική πανωλεθρία. Μπροστά τους, στη σκηνή, αυτό που μόλις είχαν αντικρίσει δεν ήταν τίποτα άλλο από τον εαυτό τους, τις ζωές και εσωτερικές διαδρομές που κάπου, κάποτε έχουνε (-με) διατρέξει.
«Μ' ενδιαφέρει ο ήρωας πάνω στη σκηνή να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινός, ώστε να μπορέσει να επικοινωνεί με τον κόσμο», λέει η Λεία Βιτάλη
- Ο Διαλεγμένος, σε μια συνέντευξη πριν από χρόνια, έλεγε ότι δεν τον ενδιαφέρει πια ο ρεαλισμός στο θέατρο. Εμπρακτη απόδειξη αυτής της «απιστίας» είναι το «Bella Venezia». Και εσείς όμως σαν να 'χετε επιλέξει ανάλογη πορεία. Στο έργο σας η κόρη και η μητέρα «τρώγονται» αναμοχλεύοντας το παρελθόν τους. Και αίφνης αποκαλύπτεται ότι η μάνα δεν είναι παρά δημιούργημα της φαντασίας της κόρης της, αφού έχει πεθάνει.
«Πιστεύω ότι το να ξεφύγουμε από το ρεαλισμό είναι κάτι που το έχουμε ανάγκη από μια ηλικία και μετά εκτός από τους συγγραφείς και ως άτομα. Το να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα στη ζωή μας. "Γιατί". Τα "γιατί" μας χρειάζεται να τα ψάξουμε. Αυτό δεν πατάει ρεαλιστικά. Και εκεί μπορεί να βρω και όλο το νόημα των πράξεών μου και να δικαιωθώ ίσως».
- Πηγαίνει επομένως προς μια άλλη, αρκετά ψυχαναλυτική, κατεύθυνση η δουλειά σας;
«Μ' ενδιαφέρει η ψυχαναλυτική πλευρά των πραγμάτων. Για εμένα μια πάρα πολύ ευχάριστη και ξαφνιαστική κριτική ήταν από έναν φίλο μου ψυχίατρο, ο οποίος μου είπε "Λεία, αυτό το έργο είναι σαν να το έχω γράψει εγώ". Με την έννοια ότι υπάρχει πολλή αλήθεια μέσα στο βάθος και στο σκάλισμα των ηρώων. Αν δεν ήμουν συγγραφέας, σίγουρα θα ήθελα να είμαι ψυχαναλύτρια».
- Ησασταν όμως διαφημίστρια για χρόνια...
«Εκεί είναι το τρελό. Κοιτάξτε να δείτε, ο διαφημιστής φτιάχνει εικόνες. Οπότε, από πολύ μακριά, η ψυχολογία έχει μια σχέση με τη διαφήμιση. Στη διαφήμιση χρησιμοποιούμε, ωστόσο, την ψυχολογία για να εκμεταλλευτούμε. Πράγμα που όταν το διαπίστωσα εδώ και πάρα πολλά χρόνια είπα "ευχαριστώ, δεν θα πάρω". Προτιμώ να μην ταλαιπωρώ εγώ τον κόσμο. Αυτό που έχει αρχίσει να μ' ενδιαφέρει πάρα πολύ, μ' ενδιέφερε βέβαια και στο παρελθόν, είναι το ψάξιμο μέσα στους ήρωες. Και μ' ενδιαφέρει και ο ήρωας πάνω στη σκηνή να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινός, ώστε να μπορέσει να επικοινωνεί με τον κόσμο κάτω. Αυτό που πιστεύω είναι ότι όλοι μας είμαστε κακοποιημένα παιδιά που έχουν υποστεί και μεγάλη απόρριψη -υπάρχουν και εξαιρέσεις. Και έτσι ψάχνουμε σε όλη μας τη ζωή απελπισμένα την αγάπη».
- Ξεκινήσατε αργά να γράφετε θέατρο.
«Να σας πω την αλήθεια, θέατρο γράφω από πάρα πολύ μικρή και χτυπάω πόρτες, αλλά οι πόρτες δεν ανοίγουν. Οι πόρτες άνοιξαν για μένα με το "Γεύμα" το 2000, που πήρε και το Κρατικό Βραβείο».
- Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα για έναν δραματουργό στην Ελλάδα;
«Υπάρχει ένα πάρα πολύ κλειστό κύκλωμα στο θέατρο, που τώρα βλέπω κάπως να ανοίγει. Για να παίζομαι εγώ, πάει να πει πως ανοίγει!»
- Σας παίζουν όμως τα «Riverside studios». Ανέβασαν το «Roastbeaf» σας.
«Ναι. Και αναρωτιόντουσαν εκεί πώς αυτό το έργο για το μύθο της Κλυταιμνήστρας στη σύγχρονη εποχή δεν είχε παιχτεί στην Ελλάδα. Κι εγώ αναρωτιέμαι. Και λέω γιατί; Στο Λονδίνο δεν μας ξέρουν καν ότι υπάρχουμε νεοέλληνες συγγραφείς. Το ότι ανέβηκα τόσο αργά μού έκανε όμως καλό».
- Γιατί;
«Γιατί μπορεί ως συγγραφέας να ήμουν άτυχη διότι το '85 κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα, ενώ γράφω από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, σκίζω, πετάω, στέλνω σε εκδότες και δεν γίνεται τίποτα. Και το 2000 παίζεται το πρώτο μου θεατρικό. Είμαι άτυχη ως συγγραφέας. Είναι όμως πολύ τυχερά τα κείμενά μου, διότι όλα αυτά τα έργα, που τα γράφω και τα ξαναγράφω μη έχοντας την τύχη να αναγνωριστούν νωρίς, ωριμάσανε όταν βγήκαν πια. Οπότε βέβαια και έκανα "μπαμ"».
- Ο συγγραφέας εξελίσσεται με το χρόνο;
«Ο συγγραφέας γεννιέται. Πολλοί θέλουν σε μια άλφα ηλικία να γράψουν ένα βιβλίο. Εγώ δεν τους απορρίπτω. Γιατί έχουν μαζέψει στην ψυχή τους πάρα πολλά πράγματα που θέλουν να τα πουν προς τα έξω. Είναι υγιές. Είναι υγεία να γράφεις. Ο Ζενέ έλεγε "γράφω γιατί αν δεν έγραφα, μπορεί να γινόμουνα δολοφόνος". Πραγματικά εκτονώνεσαι. Η οργή βγαίνει με άλλο τρόπο. Κι εγώ θα μπορούσα να είχα φτάσει σε κάποια άκρα, αλλά τα άκρα τα ζω μέσα από τη γραφή μου είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Είναι υγεία».

Ενα νέο μυθιστόρημα
- Είστε καλύτερη θεατρική συγγραφέας ή μυθιστοριογράφος;
«Δεν ξέρω. Τώρα πάντως γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα».
- Με θέμα;
«Την Αλωση της Κωνσταντινούπολης αλλά μέσα από τη ματιά ενός 12χρονου κοριτσιού που μιλάει για τον 13χρονο αδελφό της, ο οποίος ήταν πρίγκιπας και τον ερωτεύτηκε ο Μωάμεθ. Είναι μια πολύ διαφορετική και λοξή ματιά στην Αλωση της Κωνσταντινούπολης. Αυτό που με ενδιαφέρει πιο πολύ δεν είναι να πουλάω».
- Αλλά τι;
«Να διαβάζομαι και τα έργα μου να έρχεται κάποιος να τα δει στο θέατρο. Εστω ένας, δύο, δέκα άνθρωποι να σε διαβάσουν και να νιώσουν καλύτεροι είναι αρκετό. Διότι τι είναι ο συγγραφέας; Είναι αυτός που προσπαθεί να σου δείξει τον εαυτό σου. Να καταλάβεις κάποιες πράξεις σου».
- Η επικαιρότητα πόσο σας αφορά; Πόσο θέλετε να τη σχολιάζετε μέσα από τα κείμενά σας;
«Ναι, με ενδιαφέρει να μπορώ να επεμβαίνω κατά κάποιο τρόπο στα πράγματα και να μιλάω με αυτό το πνεύμα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το κάνεις. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας χωρίς να είσαι υπέρμαχος της δικαιοσύνης. Και για να είσαι, πρέπει να είσαι αριστερών πεποιθήσεων. Εγώ πιστεύω στη δικαιοσύνη, στην ισότητα, στην αδελφότητα. Στην αγάπη. Αυτές είναι βαθύτερα αριστερές έννοιες».
- Αν δεν ασχολιόσασταν με τη γραφή, τι άλλο, πιστεύετε, θα κάνατε εξίσου καλά;
«Θα ήμουνα πολύ καλή σεφ. Νομίζω είναι το μέλλον μου...»

Ιωάννα Κλεφτογιάννη, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 13 Ιανουαρίου 2006

Πολιτική και μητρική αστοργία - Ζώνεκρες οικογένειες υπό την απειλή της βίας και της αδιαφορίας

Αμφότερες ταλαντούχες και άκρως έμπειρες: Η οιστρηλατούμενη μέσα στις ψυχικές της μεταπτώσεις Σμαράγδα Σμυρναίου ως ματαιωμένη κόρη και η δυναστευτική, επηρμένη και σκληρή, νεκρή επί σκηνής, φιλάρεσκη μάνα της λίαν ευπροσδέκτως επανεμφανισθείσας Αναστασίας Πανταζοπούλου. Ακανθώδεις μνήμες και οδυνηρά βιώματα παρελαύνουν και επί τη βάσει των οποίων συνεννοήθηκαν άψογα οι δύο λαμπρές ηθοποιοί στο «Addio del passato» που σκηνοθέτησε ο Τάσος Μπαντής στο θ. Εμπρός. Το υλικό της Λείας Βιτάλη, πεζογράφου και θεατρικής συγγραφέως, περίπου αυτοβιογραφικό καθ' ομολογίαν της, έχει έξαψη, ονειρικές διαστάσεις κι έναν ειλικρινή λυρισμό που εξάγεται από άπεφθο ατομικό πόνο. Αυτός ο τελευταίος, ως μητρική απόρριψη, κινητοποιεί τους ψυχισμούς και προβάλλει έκτυπα ένα άστοργο παρελθόν σ' ένα ζωντανό παρόν που δεν λέει να ξεχάσει.
Το έργο έχει και δομικές αδυναμίες: αρκετά, ιδίως ποιητικοφανή, μπορούσαν να λείπουν χωρίς να ζημιωθεί το αποτέλεσμα. Ο Μπαντής όμως, μέσα στην έξοχα παλιά και αιωρούμενη ως νεκροζώντανη κουζίνα της μητέρας, (Ελ. Μανωλοπούλου), οργάνωσε την παράσταση τόσο μουσικά και κατά σημεία μεταφυσικά, ώστε οι σχέσεις, ακόμα και στις πιο αδύνατες φάσεις τους, νομιμοποιήθηκαν ως μέρη μιας αρραγούς παρτιτούρας. Σ' αυτό τον βοήθησε και η εύγλωττα βουβή φυσική δράση του κοριτσιού με το βιολί (Κατ. Τεπελένα). Ο Πλ. Ανδριτσάκης στη μουσική και ο Ηλ. Κωνσταντακόπουλος στα φώτα γεφύρωναν το ρεαλιστικό με το ακαθόριστο ατμώδες. Η οδύνη της Βιτάλη διαβάστηκε με στοργή, τεχνική και ερμηνευτική πίστη.
Αναδιφώντας και στις γόνιμες μνήμες από τη «Σονάτα των φαντασμάτων» του Στρίντμπεργκ, ο Μπαντής διέπλασε το έργο ως σύνολο πολλαπλασιασμένων ανατροπών, γεμάτων γνήσιο θεατρικό ενδιαφέρον.

Γιάννης Βαρβέρης, KAΘHMEPINH, 12/02/2006

Νοσηρές μητέρες - βασανισμένες κόρες

Μολονότι στο φούρνο σιγοψήνεται ένα μυρωδάτο κέικ, αυτή η παλιά κουζίνα αποπνέει μια στενάχωρη αίσθηση κλεισούρας και τέλους. Είναι που και ολάκερο το νοικοκυριό της, ρεαλιστικό μέχρι το τελευταίο αβγό, αιωρείται μακάβρια δέκα πόντους πάνω από το δάπεδο, προσδίδοντας στα γεγονότα μια λοξή, εξωπραγματική χροιά (σκηνικό/κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου). Η νεανική, συμπαθητική γυναίκα στο Addio Del Passato της Λείας Βιτάλη, που έχει περιλάβει το βρώμικο νεροχύτη, φλυαρώντας ακατάπαυστα, διηγείται την ημέρα και τη ζωή της σε κάποιον που δεν βλέπουμε, αλλά είναι εκεί.
Σήμερα πέρασε από τον ψυχαναλυτή της, ο γάμος της ρημάζει, η μάνα της δεν την άφησε να σπουδάσει και τώρα είναι μια ανεπάγγελτη, χωρισμένη πενηντάρα, η μάνα της αγαπούσε την αδελφή της, ενώ αυτή την ταπείνωνε, όπως και η δική της μάνα την ίδια όταν ήταν μικρή. Η ανακύκλωση καταστροφικής μητρικής επιρροής αναδύεται ως αιχμή του δόρατος, ανάμεσα σε συνταγές μαγειρικής και κουβεντολόγια καθημερινής τρέλας.
Πλένοντας πιάτα και σπάζοντας κάμποσα που μετά ξεφορτώνεται χαιρέκακα στο σκουπιδοτενεκέ ("τι τα θέλεις όλα αυτά;"), το "Βασούλι", με την ψυχολογία μαύρου πρόβατου και τα παγιωμένα τραύματα παιδιού που δεν μεγάλωσε ποτέ, ξεκαθαρίζει λογαριασμούς με το παρελθόν, αφού το πρόσωπο που της ρήμαξε τη ζωή έχει πλέον πεθάνει. Τώρα το βλέπουμε να επιστρέφει μόνο για να επικυρώσει την απέχθεια προς το βλαστάρι της, με μπρούτες κακίες ("θεόστραβες οι γάμπες σου", "κακάσχημη γελάδα"), που δεν συνάδουν με την ευγενική φυσιογνωμία της Αναστασίας Πανταζοπούλου.
Η εικόνα της 70χρονης κοκέτας μέγαιρας, που λιμάρει τα νύχια της, ελέγχει συνεχώς το χρόνο στον καθρέφτη και τραγουδά άριες για να μην ακούει την κόρη της, είναι προϊόν των συναισθημάτων της τελευταίας, βασικού πρωταγωνιστή αυτής της εξομολόγησης. Μέσα από παράλληλους μονολόγους που σμίγουν σε εκρηκτικές αντιπαραθέσεις εφ' όλης της ύλης, μέσα από μισοτελειωμένες φράσεις και παραισθησιακές αναδρομές στο παρελθόν, με την επίφαση πεζής οικογενειακής φαγωμάρας, το θύμα επιδίδεται σε μια εκπρόθεσμη αυτο-ψυχοθεραπεία, κατακρεουργώντας το "απόλυτο κακό", τώρα που αυτό "έχει δραπετεύσει σε άλλη ζωή, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για απολογισμούς" (σημείωμα της συγγραφέως).
Το ψυχωτικό γαϊτανάκι κληρονομικής αμαρτίας και ανέφικτης αθωότητας, αφού δεχθεί μια γερή ανατροπή προς το ζοφερότερο, με την ανήλικη να παίρνει εκδίκηση ξελογιάζοντας τον εραστή της μάνας της, μάλιστα φορώντας το αγαπημένο της φουστάνι σε μια κίνηση ζοφερής ταύτισης με το λατρεμένο -μισητό πρόσωπο, απολήγει σε μια καθαρτήρια συμφιλίωση με τους εφιάλτες. Σε αυτή την κουζίνα, αυτό το βράδυ, αγκαλιά με το επίμαχο φουστάνι-σύμβολο, με το τηλέφωνο να χτυπά και το κέικ να καίγεται. Μετά θάνατον η αγάπη παίρνει το πάνω χέρι και συγχωρεί.
Πολλά θα μπορούσαν να μην πείθουν σε αυτό το τελευταίο έργο της Λείας Βιτάλη. Οπως τα ψυχαναλυτικά στερεότυπα, οι απλουστευτικές αλληγορίες, οι μελοδραματικοί συμβολισμοί. Ομως ο λόγος της είναι σβέλτος και θεατρικότατος, η ιδέα συγκινητική και άφθαρτη, η σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή λιτή και ουσιαστική, τα πρόσωπα αληθινά μέσα από δύο καθοριστικές ερμηνείες, ιδιαίτερα της εξαιρετικής Σμαράγδας Σμυρναίου, που ξεδιπλώνει τη ζωή της γελαστά, με αξιοπρέπεια, ενώ μέσα της βράζει η θύελλα.
Μουσική Πλάτωνα Ανδριτσάκη, φωτισμοί Ηλία Κωνσταντακόπουλου. "Κορίτσι με το βιολί", η Κατερίνα Τεπέλενα.

Σωτηρία Ματζίρη, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/02/2006




Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ,

 

     Κωνσταντίνα Ζηροπούλου, Δρ. Θεατρολογίας Μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

 

«Με ενδιαφέρει η ψυχαναλυτική πλευρά των πραγμάτων. Αν δεν ήμουν συγγραφέας, σίγουρα θα ήθελα να ήμουν ψυχαναλύτρια»,[1] ανέφερε το 2006 η Λεία Βιτάλη, σε συνέντευξή της, με αφορμή την παράσταση του έργου της Addio del Passato, που πραγματεύεται την αρχετυπική σχέση μάνας-κόρης.

 

Κυρίαρχη, αναμφίβολα, είναι η ψυχαναλυτική διάσταση στο σύνολο της δραματουργίας της Λείας Βιτάλη, που διαπιστώνεται ήδη από το πρώτο της κιόλας έργο (Ευάννα, 1990) μέχρι το πρόσφατο Ζεϊμπέκικο (2013) -περίοδος κατά την οποία η συγγραφέας έχει καταθέσει δώδεκα θεατρικά έργα, με σκηνική παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και αρκετές τιμητικές διακρίσεις. Αυτός ο ψυχαναλυτικός πυρήνας του δραματικού μύθου υποστηρίζεται από ένα είδος ρεαλιστικής γραφής, στην οποία ενσταλάζονται στοιχεία ονειρικά, αίροντας συχνά τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.

 

Στα δύο αυτά πεδία, αφενός, το ψυχαναλυτικό, και, αφετέρου, της σύζευξης ρεαλισμού και ονείρου ανιχνεύεται, κατ’ αρχάς, η δραματουργική ταυτότητα της συγγραφέως από άποψη θεματικής και αισθητικού ύφους αντίστοιχα. Ωστόσο, τα πιο συγκεκριμένα θέματα που απαντούν σχεδόν επίμονα στο δραματικό σύμπαν της Βιτάλη αλλά και οι τεχνικές μέσω των οποίων συντελείται η θεατρική μετουσίωσή τους, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία.  

 

Ο έρωτας αποτελεί σχεδόν πάντα τον κινητήριο μοχλό της δράσης των προσώπων. Έρωτας ψυχαναλυτικός, επί της ουσίας ανεκπλήρωτος και μη ανταποδοτικός, είναι το ζητούμενο που πάντα θα διαφεύγει. Εκφράζεται κυρίως μέσω της έντονης σαρκικής επιθυμίας κι ενός πάθους απόλυτα αυτοκαταστροφικού (Ζεϊμπέκικο), υποκινείται από ανάγκη επιβολής και επικράτησης επί του άλλου, πυροδοτείται από την απαγόρευση (συχνότατα είναι τα ερωτικά τρίγωνα στα έργα της, βλ. λ.χ. Αγάπα με, Θηρία στην αποθήκη, Το γεύμα, Rock story, Τζιν Φιζ, Addio del passato κ.ά) και αναλίσκεται εύκολα, αποκαλύπτοντας με σκληρότητα στους ίδιους τους ήρωες αλλά και τον θεατή το υπαρξιακό κενό που ελλοχεύει πίσω από κάθε, εξ ορισμού μάταιη, ερωτική συνύπαρξη. Έτσι, οι σχέσεις των δύο φύλων προβάλλουν άλλοτε ανταγωνιστικές και άλλοτε θλιβερά συμβατικές (βλ. λ.χ. To μεγάλο παιχνίδι, Το γεύμα, Αγάπα με), υπαγορευόμενες από κοινωνικές επιταγές οικονομικής και κοινωνικής καταξίωσης. Αιτήματα αγάπης, αποδοχής και αλληλοκατανόησης, άγνωστα ως τότε στους ίδιους τους ήρωες-φορείς τους, προβάλλουν ισχυρά στο τέλος αυτής της επίπονης πορείας τους προς την αυτογνωσία.  

 

Οι πυρηνικές σχέσεις μάνας-γιου (Rock story), μητέρας - κόρης (Addio del passato), πατέρα - γιου (Θηρία στην αποθήκη) αλλά και όσες άμεσα έλκονται από αυτές, όπως οι σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια (Addio del passato, Rock story), είναι στο επίκεντρο της προβληματικής της Βιτάλη. Δραματικά πρόσωπα με ματαιωμένες φιλοδοξίες και όνειρα, προσωπικές αποτυχίες και συναισθηματική ανεπάρκεια είναι, κατά κανόνα, οι γονείς των, εκ προοιμίου αποτυχημένων, νεαρών ηρώων της συγγραφέως που αναμετρώνται, άνισα, με οδυνηρά βιώματα και μνήμες του παρελθόντος.

 

Στους νέους, άλλωστε, και ό,τι η νεότητα συμβολίζει είναι σταθερά προσανατολισμένο το θέατρό της. Αμφισβήτηση, επαναστατικότητα, αντίδραση στο κατεστημένο και τη συντήρηση, τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία είναι η στάση που υιοθετούν οι νέοι στα περισσότερα από τα έργα της, επιχειρώντας να προκαλέσουν τις δικές τους ρωγμές στον κοινωνικό ιστό που τους τυλίγει. Αυτή η «ροκ» στάση ζωής, όταν βέβαια συντελείται στους κόλπους μιας βαθειά νοσούσης κοινωνίας -την οποία δεν διστάζει να καταγγείλει η συγγραφέας-, μπορεί να φέρει τους νέους αντιμέτωπους με το έγκλημα. Είτε κατά των άλλων (Θηρία στην αποθήκη) είτε και κατά του εαυτού: «Θέλω να σας πω, παίδες, ότι δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας απολύτως λόγος για να μπερδευτείτε με την ηρωίνη. Δεν μπορεί να σου δώσει κανένα όραμα, καμιά ψευδαίσθηση, καμιά γαμημένη έμπνευση», τραγουδούσε με την κιθάρα του, πριν βέβαια από τη μοιραία δόση, ο Λεό, κεντρικός ήρωας στο Rock story.

 

Σύμφυτο με το στοιχείο το καταγγελτικό, που θίξαμε μόλις παραπάνω, αλλά με χαρακτήρα αυτόνομο, είναι το στοιχείο το πολιτικό, που συχνά διαγράφεται έντονο στο θέατρο της συγγραφέως. Η πολιτική διάσταση διαπιστώνεται άλλοτε στις ίδιες τις δραματικές καταστάσεις, εντός των οποίων κινούνται τα δρώντα πρόσωπα (βλ. λ.χ. Το μεγάλο παιχνίδι, Αγάπα με), και άλλοτε στην ταυτότητα των ίδιων των προσώπων (Το γεύμα, Θηρία στην αποθήκη). Στην πρώτη περίπτωση η συγγραφέας θέτει στο στόχαστρο τα χρηματοοικονομικά συστήματα του Δυτικού κόσμου, τα μεγάλα συμφέροντα και τις διάφορες εκφάνσεις της φιλελεύθερης πολιτικής, ενώ στη δεύτερη εστιάζει περισσότερο στην ανάγκη για κοινωνική καταξίωση, μέσα όμως σε ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που ακυρώνει την ανθρώπινη υπόσταση.

 

Συνεπώς, το θέατρο της Λείας Βιτάλη δεν επικεντρώνεται στον περιθωριακό αλλά στον ενταγμένο. Η συγγραφέας στρέφει το ενδιαφέρον της, κυρίως, στον ευυπόληπτο εκπρόσωπο της αστικής τάξης, τον επιτυχημένο καριερίστα, τον ήρωα που θέτει ως ύψιστο ιδεώδες την ανέλιξή του στην κοινωνική ιεραρχία (Το γεύμα, Θηρία στην αποθήκη, Αγάπα με!, Το μεγάλο παιχνίδι).  Και άρχεται η κτηνωδία και ο αλληλοσπαραγμός… Ποικίλες μορφές βίας τροφοδοτούν, ακολούθως, το θέατρό της με σκηνές ευφάνταστες, προκλητικές και ιδιαζόντως σκληρές. Η λύση του θανάτου δεν μπορεί παρά να έχει λυτρωτικό χαρακτήρα.

 

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διακειμενικός διάλογος που η συγγραφέας επιχείρησε με τους αρχαίους μύθους της Κλυταιμνήστρας και της Φαίδρας στα έργα της, Ροστμπίφ και Τζιν Φιζ, αντίστοιχα. Το πρώτο μάλιστα (Ροστμπίφ) έδωσε διαβατήριο στη Βιτάλη για τη θεατρική σκηνή του Λονδίνου (Riversides Studio) το 2004, αποσπώντας εγκωμιαστικά σχόλια κοινού και κριτικών. Η συγγραφέας προσεγγίζει τους αρχαίους μύθους με εμφανώς αναθεωρητική διάθεση, η οποία στην περίπτωση του Ροστμπίφ αποτυπώνεται ήδη στο δραματικό είδος του  κειμένου, που διατρέχεται από όλα τα χαρακτηριστικά της μαύρης κωμωδίας.  Η Κλυταιμνήστρα, περισσότερο φονική από όλες τις προγενέστερες εκδοχές της, σκοτώνει τα αρσενικά, όχι όμως τον Αγαμέμνονα, όταν έρθει η σειρά του, αφού, όπως αποκαλύπτεται, είναι και επιθυμεί να παραμείνει ερωτευμένη μαζί του για πάντα!

 

Ποικίλες εκφάνσεις του έρωτα, με κυρίαρχη αυτήν του ακραίου ομοφυλοφιλικού πάθους, διερευνά η Βιτάλη στην δική της εκδοχή της Φαίδρας, διατηρώντας σταθερά ορισμένα βασικά μοτίβα του αρχαίου μύθου και ανατρέποντας με παιγνιώδη διάθεση το κεντρικό: Η Φαίδρα, ιδιοκτήτρια ενός μπαρ της σύγχρονης εποχής, ταλανίζεται από ερωτικό πάθος όχι για τον γιο του άντρα της Ιππόλυτο, αλλά για την κόρη του Ιππολύτη, εξαιτίας της οποίας αυτοκτονεί, όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να την έχει δική της για πάντα.

 

Ως προς τα δραματουργικά μέσα και τις τεχνικές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η συγγραφέας χρησιμοποιεί, κατά κύριο λόγο, τον ρεαλισμό, ο οποίος συμφύρεται με στοιχεία φανταστικά και ονειρικά (Addio dell passato, Rock story, Ροστμπίφ κ.ά). Η ονειρική διάσταση επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από έναν ευφυή τρόπο χρήσης του δραματικού χρόνου, που επιτρέπει στα πρόσωπα διασκελισμούς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την πράξη που βιώνεται και την ανάμνηση που ανακαλείται. Ενισχυτική μιας ατμόσφαιρας που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, με απώτερο στόχο την αποκάλυψη της εσωτερικής αλήθειας των ηρώων, είναι επίσης η χρήση στοιχείων ενός θεάτρου που διεγείρει τις αισθήσεις (μουσική, αποτύπωση ήχων, μυρωδιές από φαγητά κ.ά.).

 

  Η πλοκή των έργων της υπακούει σε ορισμένους σταθερούς κανόνες: Οι δραματικοί τόποι είναι συνήθως κλειστοί και εσωτερικοί (μπαρ, αποθήκη, δωμάτιο νοσοκομείου, κουζίνα ή τηλεοπτικό πλατώ κ.ά.), όπως και όλο το δραματικό σύμπαν της Βιτάλη. Η υπόθεση εκκινεί συχνά από κάποιο αθώο παιχνίδι ή μια αφορμή που δεν προμηνύει την εξέλιξη που θα ακολουθήσει (Το γεύμα, Το μεγάλο παιχνίδι, Τζιν Φιζ κ.ά.). Συχνά μάλιστα η συγγραφέας εγγράφει στη συνέχεια των έργων στοιχεία γκροτέσκο, μαύρης κωμωδίας αλλά και θρίλερ (To μεγάλο παιχνίδι, Θηρία στην αποθήκη, Το γεύμα, Ροστμπίφ κ.ά).

 

Η αλληλοδιαδοχή των δραματικών γεγονότων πραγματοποιείται με γρήγορους ρυθμούς. Διαπιστώνεται πάντα κλιμάκωση και σημείο κορύφωσης του δραματικού μύθου. Αιφνίδιες αποκαλύψεις ανατρέπουν την πλοκή (Addio dell Passato: η κόρη εξομολογείται τη σχέση με τον εραστή της μητέρας της στην ίδια, Θηρία στην αποθήκη: η Ιστραλίς αποκαλύπτει στον νεαρό εραστή την παράλληλη σχέση της με τον πατέρα του, Τζιν Φις: η Φαίδρα μιλά στον άντρα της για τη σχέση της με την κόρη του κ.λ.π.). Στο τέλος υπάρχει πάντα ένα είδος κάθαρσης: οι ήρωες επαναπροσδιορίζονται μέσα από την οδύνη και συχνά τείνουν προς το φως (η κόρη θα συμφιλιωθεί με τη μάνα στο Addio dell Passato, ο Μανόλης με τον πατέρα του στο Rock story, ο Μιχάλης θα κάψει τα χρήματα που κέρδισε στο Μεγάλο παιχνίδι, ο Ζαννής θα θελήσει να στηρίξει την Άλκη στο Αγάπα με και η Δάφνη θα βρει το θάρρος να καταγγείλει στην αστυνομία το έγκλημα που διαπράχθηκε στο Γεύμα). Αυτή, άλλωστε, η διάσταση του έργου της κάνει το θέατρο της Βιτάλη -το απολύτως γνήσιο στις προθέσεις του- να φαίνεται, εν τέλει, αισιόδοξο.

 

 

 

[1] Βλ. συνέντευξη της Λείας Βιτάλη στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, Ελευθεροτυπία, 3 Ιανουαρίου 2006.





 

­­­ADDIO DEL PASSATO

το νέο έργο της Λείας Βιτάλη

στο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ

 

Το Addio del Passato – το νέο έργο της Λείας Βιτάλη- ένα υπαρξιακό ψυχολογικό θρίλερ με υπόγειο πικρό χιούμορ στα όρια της μαύρης κωμωδίας είναι η ιστορία μιας ερωτικής σχέσης που φέρνει αντιμέτωπες μητέρα και κόρη.

Η Λεία Βιτάλη μ΄ αυτό το έργο διεισδύει στα βαθιά της σκοτεινής πλευράς των ηρώων της, εκεί που κρύβεται ο αρχέγονος ανταγωνισμός για την επιβίωση μέσα στον μικρόκοσμο της οικογένειας, στις σπαρασσόμενες σχέσεις ανάμεσα στα θηλυκά της – μάνα και κόρη- και ανασύρει αιμάσσουσες  πληγές που δεν κατόρθωσε να επουλώσει ο χρόνος.

          Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο η συγγραφέας ερευνά την πολλαπλότητα και τη ρευστότητα της αλήθειας καθώς σταδιακά ξεσκεπάζονται οι κρυφοί εαυτοί των ηρωίδων και το παρελθόν αποκαλύπτεται σαν μια πορεία αυτογνωσίας από το σκοτάδι των ενστίκτων στο φως της συμφιλίωσης. Μέσα σε μία κουζίνα- σύμβολο της οικογενειακής εστίας και καθώς παρακολουθούμε το ζύμωμα και το ψήσιμο ενός καθιερωμένου οικογενειακού κέικ με λεμόνι, γινόμαστε μάρτυρες μιας σκληρής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα πρόσωπα επί σκηνής: της μητέρας με τις ματαιωμένες επιθυμίες και της κόρης που υποκλέπτει ρόλους άλλων για να ζήσει, αλλά και στα εκτός σκηνής πρόσωπα, του ελλειμματικού συζύγου και πατέρα, του μοιραίου παιδεραστή, της διάσημης αδερφής ηθοποιού, της φυματικής θείας, του φροϋδικού   ψυχοθεραπευτή, ενώ ένα βουβό δωδεκάχρονο κορίτσι από το παρελθόν παίζει άηχα βιολί. Παρόντες αλλά και απόντες ήρωες  ολοκληρώνουν το παζλ της αιώνιας αντιπαράθεσης θύματος και θύτη με την ακατάπαυστη εναλλαγή των ρόλων τους, καθώς η εκδίκηση είναι η δύναμη του αδύνατου και η έλλειψη συγχώρεσης το όπλο του δυνατού. Ακολουθώντας μια μορφή επί σκηνής ψυχοθεραπείας, η συγγραφέας ανασύρει τις βαθύτερες αιτίες της συμπεριφοράς των ηρώων της για να κερδιθεί η πολυπόθητη καθαρτική συγχώρεση.

          Στο έργο υπάρχει μία μεγάλη έκπληξη-εύρημα που αποκαλύπτεται ξαφνικά στον θεατή ανατρέποντας τη ρεαλιστική μορφή του,  φέρνοντας τα πρόσωπα σε μια άλλη διάσταση μαγικού ρεαλισμού, ενώ το πάθος των ηρωίδων για το τραγούδι και την όπερα δημιουργεί ένα κλίμα γκροτέσκας τρέλας που απογειώνει την ιστορία μέσα σε μια λεπτή ατμόσφαιρα σασπένς που αγκαλιάζει τη δράση.

          Εντέλει το Addio del Passato είναι ένα έργο που μιλάει με χιούμορ για τη σφαγή στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά κυρίως είναι ένας ύμνος στη συγχώρεση και την αγάπη.

         

Ο τίτλος Addio del Passato (Αντίο στα Περασμένα) προέρχεται από την ομώνυμη γνωστή άρια της όπερας Τραβιάτα του Βέρντι που τραγουδούν στο έργο.



ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΥΜΑ



Η βία της εξουσίας

 

Σάββας Πατσαλίδης

 

Στο Γεύμα της Λείας Βιτάλη (Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου, 1998), πρωταγωνιστούν έξι αστοί 35ρηδες, παιδιά της μεταπολίτευσης. Παρέα σχετικά ομοιόμορφη ως προς τα ενδιαφέροντα, τη συμπεριφορά, την παιδεία και τις φιλοδοξίες. Βασική ενασχόληση το χρηματιστήριο, η αγορά, οι μπίζνες, ο πλουτισμός, το κουτσομπολιό. Τους συναντούμε γύρω από ένα τραπέζι σε σπίτι φιλικό. Γιορτάζουν την επέτειο των γάμων της Λένας και του Παύλου. Ένας σερβιτόρος ολοκληρώνει το τελετουργικό της προετοιμασίας, προσκομίζοντας τα αναγκαία «αξεσουάρ» στο επιτελεστικό φαγοπότι. Επιλεγμένο κρασί, γκουρμέ εδέσματα. Όλα «ασορτί» με την τάξη στην οποία όλοι διακαώς προσπαθούν να ανήκουν και επιμόνως προβάλλουν.

Οι πρώτες κουβέντες, σκόρπιες, βιαστικές, χωρίς ειρμό. Ένα συνονθύλευμα από πληροφορίες, θραύσματα, χωρίς αρχή μέση και τέλος. Κανένας δεν ακούει τον άλλο. Ο καθένας κουβαλά στην  παρέα τα δικά του ενδιαφέροντα που διόλου ενδιαφέροντα είναι. Ανούσια και ενίοτε αυτάρεσκα σχόλια για το φαγητό και τα διάφορα «in» στέκια της πόλης που διακόπτονται συχνά από τις επίμονες αναφορές ενός εξ αυτών, του Αντώνη, σε ένα βιασμό που σχολίασαν οι ειδήσεις στην τηλεόραση. Ουδείς όμως φαίνεται να κόπτεται. Η είδηση αφήνει τους συνδαιτημόνες αδιάφορους. Και όταν κάποιοι, για λόγους τυπικής ευγένειας, δείχνουν να ενδιαφέρονται  τα σχόλια απαξιώνουν τη σοβαρότητα του θέματος Ενδεικτικά και τα παρακάτω λόγια του Παύλου: «Eίδατε την αναπαράσταση, φαντάζομαι. Aκόμη τέτοια κοροϊδιλίκια δείχνουνε. Πώς να του σηκωθεί του ανθρώπου με την μπατσίνα για να κάνει τη δουλειά του σωστά».

Περίπου σε αυτό  το σημείο μπαίνει στο έργο και η ενδιαφέρουσα προβληματική γύρω από τις βασικές έννοιες που ορίζουν το θέατρο και την πραγματικότητα. Η Λεία Βιτάλη με δεξιοτεχνία και ευφυείς ελιγμούς στήνει ένα έξοχα πλεγμένο (και μπλεγμένο)  γαϊτανάκι δράσεων και αντιδράσεων ανάμεσα στο πρόσωπο και το προσωπείο, το «εδώ και τώρα» της παράστασης και το «εκεί και τότε» της μυθιστορίας/αναπαράστασης, την αλήθεια και το ψέμα, το ζωντανό και το διαμεσολαβημένο, προκειμένου να υπογραμμίσει την απόλυτη σύγχυση:   Πού αρχίζει το ένα και πού τελειώνει το άλλο;

Η συγγραφέας μιλά τη γλώσσα των καιρών. Πρωταγωνιστής στο έργο της είναι το κρέας, είτε αυτό είναι το κρέας που τεμαχίζουν και καταβροχθίζουν στο τραπέζι οι συνδαιτημόνες είτε  το ανθρώπινο  κρέας που κακοποιεί ο βιαστής. Η Βιτάλη, χωρίς να κραυγάζει και να ηθικολογεί, μετατρέπει σε αποκρουστικό (υπερ)θέαμα μια τελετουργική ανθρωποφαγία/ανθρωποθυσία, με ηδονοβλεψίες θεατές εν θεάτρω και θεατές στην πλατεία. Ουδείς αθώος, ουδείς αμέτοχος, φαίνεται να λέει. Όλοι είναι παρόντες (και με τον τρόπο τους απόντες) στην αναπαράσταση της βίας που δεν είναι διόλου αναπαράσταση. Οπότε και τα εύλογα ερωτήματα:  Ήταν ή δεν ήταν βιασμός;  Τα ‘θελε ή δεν τα ‘θελε; Τα προκάλεσε ή όχι; Σε ποιον ανήκει η «αλήθεια»;  Στο θέατρο; Στις τηλεοπτικές ειδήσεις; Στην αφήγηση; Σε όλους; Ή μήπως δεν υπάρχει καμιά αλήθεια και απλώς κατασκευάζεται κατά το δοκούν και κατά πώς βολεύει; Φλέγοντα ερωτήματα, αλλά πού χρόνος για στοχασμό και σοβαρή συζήτηση; Οι συνδαιτημόνες περί άλλων τυρβάζουν. Απορροφημένοι στην ηδονή της κρεατοφαγίας και της επίδειξης,  ελάχιστα δείχνουν να νοιάζονται ή και όταν νοιάζονται είναι απαξιωτικοί, όπως ο Παύλος («Πολύ ασχοληθήκαμε μ’ αυτό. Άλλο. Άλλο θέμα. Aκούσατε για τις συγχωνεύσεις στην Iαπωνία; Tογιότα και Nτοτζ!....») ή ο Βασίλης («Aν δεν μπορείς να τον αποφύγεις απολαυσέ τον…»). Η Άννα μπορεί να απαντά  λέγοντάς του ειρωνικά «Kάτι σαν μάθημα, δηλαδήNα μάθει άλλη φορά να μην είναι γυναίκα»), όμως ποιος της δίνει σημασία! Είναι ξεκάθαρος και απόλυτος ο Παύλος:  «Tο διαπραγματεύεσαι. Eίσαι όμορφη, έχεις αυτό που θέλω. Έχω λεφτά, έχω αυτό που θέλεις. Eίναι θέμα δύναμης».

«Δύναμη», λοιπόν, αυτό ακριβώς βάζει στον πυρήνα του έργου της η συγγραφέας: ποιος έχει τη δύναμη στις έμφυλες σχέσεις και πώς την ασκεί; Και με έναν καλοδουλεμένο μπρεχτικό ελιγμό περνά στην αποδόμηση του οικείου. Η τηλεοπτική διαμεσολάβηση που αφορούσε την αρχική είδηση του βιασμού τώρα παραχωρεί τη θέση της στην αμεσότητα της εμπειρίας, η οποία μετατρέπει τους ηθοποιούς σε θύτες και θύματα της ιστορίας που αφηγούνται. Αφηγητές και ήρωες στο ίδιο συμβάν.

Με γοργές πινελιές, κοφτό και επικοινωνιακό λόγο,  η συγγραφέας ανα-συνθέτει, με όρους έκτακτα θεατρικούς, το μωσαϊκό του βιασμού-φόνου αρχίζοντας με το σώμα της Άννας-θύματος. Τη βάζει να σηκώσει τη φούστα, να μεγαλώσει το ντεκολτέ, με δυο λόγια να «κατασκευάσει», μέσα από μια διαδικασία πρόβας,  το αντικείμενο του αντρικού πόθου. Και μόλις ολοκληρώσει τη διαμόρφωση του gestus, αφήνει να ξετυλιχτεί το ωμό  παιχνίδι εξουσίας, όπου πια η βίαιη υλικότητα της παράστασης υπερκεράζει το «σαν βιασμός» της αναπαράστασης. Γίνεται αληθινή. Καταλύονται τα όρια που διασφαλίζουν τη θεατρικότητα.

Όπως τα δουλικά του Ζενέ, έτσι και εδώ ο βιαστής μετατρέπει το προσωπείο του σε πραγματικό πρόσωπο. Η θεατρική μεταφορά γίνεται κυριολεξία. Τα λόγια του Βασίλη, του επίδοξου βιαστή, είναι πολύ αποκαλυπτικά: «Mπορώ. Eίμαι αυτός!  […]. Kαι φοβάσαι. Γιατί το ξέρεις ότι είμαι αυτός. Θέλει δύναμη για να ‘σαι δυνατός. Έχασες». Για να απαντήσει η Άννα: «Όχι! Δεν είσαι. Aνθρωπάκι! Pουφάς αίμα για να ζήσεις…».

Αλήθειες έρχονται και φεύγουν και δεν αγγίζουν τους «παίκτες» της αναπαράστασης.  Ο Παύλος-θεατής-ηδονοβλεψίας επικροτεί τη σκηνή του βιασμού, εκστασιάζεται: «Aυτό είναι. Aυτό είναι! Mπήξ’ τον δυνατά! Πιο δυνατά! (Έχει σηκωθεί και επευφημεί όπως στο γήπεδο)  Mπράβο αγόρι μου». Κι όταν κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι η αναπαράσταση του βιασμού δεν ήταν καθόλου αναπαράσταση, απευθυνόμενος στον Βασίλη του λέει ότι είναι «άρρωστος», κάτι που ουδόλως πτοεί τον Βασίλη, ο οποίος έχει έτοιμη την απάντηση-κλισέ: «Tα 'θελε, σου λέω […]. Όλο αντιστεκόταν. Γιατί αντιστεκόταν; […]. Δύναμη δεν είναι αυτό που φαίνεται. Δύναμη είναι ν’ αντέχεις».

Όλοι είναι ένοχοι σε τούτο το έργο. Τα λόγια της Λένας λίγο πριν από την αυλαία είναι σαφή, καθώς στέκεται αμήχανη δίπλα στο νεκρό σώμα της Άννας.  «Γιατί δεν το νιώθω; Γιατί δε νιώθω φρίκη; Nιώθει κανείς φρίκη;...»

Η Βιτάλη, πολλά χρόνια πριν από την εμφάνιση του #metoo, γράφει για ένα θέμα που σήμερα είναι πρωτοσέλιδο. Τι είναι σώμα; Σε ποιον ανήκει αυτό το σώμα; Τι είναι άντρας; Τι είναι γυναίκα; Τι είναι έρωτας και τι βία; Καταφεύγοντας στις δυνατότητες που προσφέρει η πολυσημία του θεατρικού μέσου, βάζει στο επίκεντρο ένα «γεύμα», το οποίο «εμπλουτίζει» και με έναν βιασμό, ο οποίος μεταφορικά και κυριολεκτικά μετατρέπεται και αυτός σε  μια μορφή γεύματος στο τραπέζι του ισχυρού. Με εύστοχες δραματουργικές επιλογές συνθέτει και αποσυνθέτει δράσεις και αντιδράσεις, αποδομεί καρέ-καρέ το οικείο προκειμένου να μας αποκαλύψει πόσο ανοίκειο και άρρωστο είναι. «Κατασκευάζει» το πορτραίτο του δυνάμει βιαστή, του δίνει τα λόγια και την κίνηση που τον χαρακτηρίζουν και εν συνεχεία τον οδηγεί να δράσει επάνω σε ένα σώμα που δεν του ανήκει όμως το διεκδικεί με τη βία. Κοινώς και λαϊκώς: έτσι «γουστάρει».

Το Γεύμα είναι ένα έργο «μεταμοντέρνου ρεαλισμού», ένα in yer face theatre (στα μούτρα σου θέατρο) που αντιμετωπίζει μετωπικά και με καθαρότητα σκέψης τις έμφυλες σχέσεις, τη βία της εξουσίας, χωρίς να κραυγάζει, χωρίς να διδάσκει αλλά και χωρίς να αμβλύνει τις αιχμηρές επιφάνειες των δρωμένων. Όλα τα αφήνει σε πλήρη θέα. Ο λόγος της ρυθμικός, καθημερινός και ρέων, ακουμπά πιο πολύ στα ρήματα και τα ουσιαστικά, αντλώντας από αυτά την ενέργεια,  τη δυναμική και επικοινωνιακή αμεσότητά τους. Με σημασίες και η επιλογή του ανοικτού τέλους. Είναι σαν να μας λέει η  συγγραφέας πως η δουλειά της τελειώνει με τη δραματοποίηση/έκθεση των γεγονότων και με τα ερωτήματα που αυτά εγείρουν. Από κει και πέρα ο καθένας από μας, αναγνώστης ή θεατής, καλείται να δώσει  το δικό του τέλος και να αναλογιστεί τις δικές του ευθύνες.

 



Ευχαριστούμε θερμά τον θεατρικό κριτικό, θεατρολόγο και ποιητή Κωνσταντίνο Μπούρα για την εμπεριστατωμένη, με κοινωνιολογικές προεκτάσεις κριτική του για το «ΓΕΥΜΑ». (Παίζεται αύριο Δευτέρα και μεθαύριο Τρίτη). Διαβάστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της κριτικής:

 « (…) Η Λεία Βιτάλη στο «Γεύμα» ανατέμνει τον ψυχοπαθολογικό «λιπώδη ιστό» στο συκώτι της νεοελληνικής κοινωνίας των νεοπλούτων. (…)

Σκληρό έργοστα όρια της ωμότητοςαπό την οποία το σώζει η κριτική κοινωνιολογική ματιά της διακεκριμένης συγγραφέως Λείας Βιτάληη οποία καινοτομεί στο μεταπολιτευτικό νεοελληνικό θέατρο γιατί συνεχίζει την πολιτική αλληγορία και συμβολική ορισμένων εμβληματικών θεατρικών συγγραφέων της περίφημης γενιάς του 1970. (…) Τα όρια της σοβαρότητας και της εξαχρείωσηςτο ερωτικό παιχνίδι ως άθλημα και ως αρέναοι βιαστές ως χούλιγκανςοι τρομοκρατημένοι ως τρομοκράτεςοι εκφοβισθέντες ως εκφοβιστές. (…)»

«(…) Εξαιρετικοί διάλογοιαριστοτεχνική ανέλιξη της πλοκήςσκηνικός ρυθμός που κορυφώνει την δραματική ένταση σε ηχηρή σιωπή πριν την τελική κραυγή της καταληκτικής δήλωσης όπου μία παθητική θεατής αναλαμβάνει επιτέλους τις ευθύνες της συνενοχής της. (…)»

«Εξαιρετικό έργο με υπέροχους ηθοποιούς που εκτελούν την «χορογραφία» που φιλοτέχνησε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος με εξαίρετη δεξιοσύνη.»

«(…)Η επιτήδευση και η εκλέπτυνση ενός ιδιότυπου στυλιζαρίσματος ενέτεινε την θεατρική σύμβαση κι επέτεινε τον χαρακτήρα τού παιχνιδιού που ήθελε – ως φαίνεται – να προσδώσει σε αυτή την ερμηνεία τού εξαιρετικού αυτού κειμένου ο σκηνοθέτηςΔιαφορετικάο επί σκηνής βιασμός θα ήταν περισσότερο πειστικός κι ουχί καταφανώς σχηματικός όπως ήτανε.

Παλιές καλές μέρες τού Θεάτρου Τέχνης με τον Κουν καπνίζοντα κι ανησυχούντα όσο δίδασκε τούς νέους ηθοποιούς θύμιζε η συγκεκριμένη παράστασηΚαι κάπου εκεί το πνεύμα τού Λευτέρη Βογιατζή επαγρυπνούσε με το ανικανοποίητο των μοιραίωνακραίωντελειοθήρων κι αυτόχρημα αυτοκαταστροφικών άνισων ανθρώπων

Πολύ καλή δουλειάΜην την χάσετε!!!»

 (Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής.)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΜΠΟΎΡΑΣ.

(grafei.wordpress.com , 13/4/2022)

 


« “Το γεύμα”, της Λείας Βιτάλη, είναι ένα αξιοζήλευτο θεατρικό σύγγραμμα, με θέμα τη βία και τις εκφάνσεις της και ιδιαίτερα τη βία απέναντι στη γυναίκα που φτάνει μέχρι και το θάνατο. (…) Η ωμότητα των σκηνών και ο στυγνός ρεαλισμός αναβαθμίζει το έργο από υπαρξιακό δράμα, σε ψυχολογικό θρίλερ.
(…) Η θεατρική συγγραφέας Λεία Βιτάλη, καταξιωμένη στο χώρο της συγγραφής, με αυτό το συγκλονιστικό πόνημα, που αφορά στην αναπαράσταση ενός βιασμού, βοηθά στην απογείωση της θεατρικής παράστασης. Μιλάμε για ένα κείμενο «βόμβα» για τα φανερά και τα αφανέρωτα στα στεγανά της κάθε κοινωνίας, κάθε εποχής, κάθε κουλτούρας. Και αυτό έχει τη μοναδική του αξία, καθώς αγγίζει την έκρυθμη συμπεριφορά και την «καταπιεσμένη» ψυχοσύνθεση του ατόμου σε οποιονδήποτε χρόνο. (…)»
«(…) Ο Δημήτρης Μπίτος υπογράφει τη γεωμετρία ενός εγχειρήματος εν δυνάμει τολμηρού και προκλητικού παράλληλα. Η σκηνοθετική γραμμή επιχείρησε με συνέπεια να αποδώσει τον πυρήνα του προβληματισμού σε τόσο σημαντικά ζητήματα, όπως ο σαδισμός και η βιαιοπραγία, καθώς ακουμπάει όλο το φάσμα της ανθρώπινης διάθεσης και των κάθε λογής αδιέξοδων σε ένα κόσμο ανελέητο, χωρίς όρια. (…) Φάνηκε πεντακάθαρα η υποστήριξη του ρεαλιστικού στοιχείου, από το σκηνοθέτη, όπως επίσης και η ουσία της εξέλιξης της πλοκής και η κορύφωση των πολύμορφων νοηματικών κωδίκων. (…)»
« “Το γεύμα” , είναι ένα από τη φύση του σκληροτράχηλο θεατρικό πόνημα, απαιτητικό, με ιδιαιτερότητες, αφού οι χαρακτήρες, φλερτάρουν με κάθε τι παράτυπο τούς εξιτάρει την απληστία για το χρήμα, το γόητρο και την εξουσία, αλλά και με κάθε τι το παράνομο που προσφέρει ηδονή.
Η διανομή των ηθοποιών καλή, χωρίς κάποια ερμηνεία να ξεχωρίζει από τις άλλες.(…)»
« (…) Η Νέλλη Σφακιανάκη επιμελήθηκε ορθώς τα καίρια σκηνικά που υποδηλώνουν την υπόκωφη ατμόσφαιρα και τα ενδεικτικά κοστούμια, συμπληρώνοντας τη γενική φορτισμένη εικόνα. Ο Νύσος Βασιλόπουλος σχεδίασε τους υποδειγματικούς φωτισμούς που τονίζουν τις λεπτομέρειες και τους συμβολισμούς. Το έργο παρουσιάζει η ομάδα ΑΣΙΠΚΑ.
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Αθανασοπούλου Θεοδώρα – Έλλη, Δαλαμάγκας Κωνσταντίνος, Καστανιάς Δημήτρης, Κριτσάκης Θανάσης, Μιχαηλίδου Ελένη και Πολυχρόνη Άλκηστις.»
(Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής)

ΖΩΗ ΤΟΛΗ (Enetpress.gr , 13/4/2022)



πό τον Κωνσταντίνο Πλατή

Αρχικά να πούμε ότι το timing της παράστασης δεν είναι σωστό. Σκέψου να προέρχεσαι από νηστεία και πνευματική κατάνυξη, κατόπιν ακόρεστη κρεατοφαγία μέχρι τελικής πτώσης και ενώ θα ήθελες κάτι χαλαρό, μια κωμωδία, ίσως, με εύπεπτα κοινωνικά σχόλια, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με αυτό που προσπαθείς να αποφύγεις με κάθε τρόπο στην καθημερινότητα σου.

Εντάξει, δεν είναι και δύσκολο, θα μου πεις, να γράψει κάποιος, τώρα, ένα έργο με βιασμό και πόλεμο, σιγά την έμπνευση! Ναι, αλλά η Λεία Βιτάλη το έγραψε πριν το 1998 που ανέβηκε πρώτη φορά στη “Θεατρική Σκηνή” του Αντώνη Αντωνίου. Το λες και κληρονομικό χάρισμα. Εκείνη, βέβαια προφασίζεται ότι, τότε, αφορμή ήταν η εργασία της σε διαφημιστική εταιρία και το εργασιακό περιβάλλον που την ενέπνευσαν. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Προσπερνώντας αυτές τις μικρές λεπτομέρειες και καθώς η παράσταση αρχίζει, το κοινό παρατηρεί το τραπέζι στο κέντρο της σκηνής στρωμένο με αληθινό φαγητό και μια σύναξη συναδέλφων που ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς. Καλά πήγε κι αυτό.

Και μετά από λίγο το κοινό παύει να είναι κοινό. Γίνεται συμμέτοχο και συνένοχο στη δράση και κάποιοι θεατές δεν το αντέχουν και αποχωρούν. Στη Φωκίωνος, πιο δίπλα, έχει ωραιότατα εστιατόρια και μπαρ να συζητήσουν για όποιο βιασμό θέλετε, ήταν ανάγκη να τον δουν μπροστά τους;

Ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και αυτό πιστώνεται στο σκηνοθέτη Δημήτρη Μπίτο που καθοδήγησε νέους ηθοποιούς σε εξαιρετικά ώριμες και ρεαλιστικές ερμηνείες μέχρι λιποθυμίας. Ειδικά η Πολυχρόνη Άλκηστις και ο Θανάσης Κριτσάκης με τις κορυφώσεις και τις εναλλαγές των ρόλων τους προΐστανται του εξαιρετικού συνόλου (Αθανασοπούλου Θεοδώρα-Έλλη, Δαλαμάγκας Κωνσταντίνος, Καστανιάς Δημήτρης, Μιχαηλίδου Ελένη).

Οι φωτισμοί (Νύσος Βασιλόπουλος ) λειτουργούν καίρια στο ρεαλισμό των σκηνών και σε αυτό συνηγορούν άρτια η σκηνογραφία και τα κουστούμια (Νέλλη Σφακιανάκη) της παράστασης.

Συμπερασματικά, αν θέλετε και αντέχετε να δείτε πως πρέπει να μιλάει ένας καλλιτέχνης μέσα από την τέχνη του για βιασμούς και γυναικοκτονίες είναι η καλύτερη επιλογή. Αν πάλι δεν το σηκώνει ο οργανισμός σας έχει και η τηλεόραση ωραιότατη εύπεπτη σειρά για όλη την οικογένεια.


https://www.theatromania.gr/kritiki-gia-tin-parastasi-to-gevma/?fbclid=IwAR1eOAcOFy-adnhNCw7O5Jwkioz6FVvcoIX6LQ9Dm-me7n8mfKmWYYe4_9M


• «Το γεύμα» της Λείας Βιτάλη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου. Ένα έργο, γραμμένο το 1996, βραβευμένο, και πρωτοποριακό για την εποχή του, αφού εστιάζει στην εποχή του Χρηματιστηρίου, στους νεόπλουτους απαίδευτους και κυνικούς που διαμόρφωσε, στη σκληρότητα και την αδιαφορία για κάθε είδους κανόνα, αλλά κυρίως για την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Ένα κείμενο που διέκρινε εγκαίρως συμπεριφορές, αντιδράσεις και απόψεις που έχουν γίνει πια «διαταξικές», ανοίγοντας την πόρτα σε βίαιες και τοξικές συμπεριφορές, με συχνότατα θύματα τις γυναίκες. Σ’ ένα εύπορο νεόπλουτο σπίτι συγκεντρώνονται τρία ζευγάρια. Δοκιμάζουν ακριβά κρασιά, γκουρμπέ γεύσεις και θέλουν να δοκιμάσουν και την αναπαράσταση ενός βιασμού που απασχολούσε τότε τα ΜΜΕ. Γιατί έτσι. Και τα πράγματα παίρνουν έναν απίστευτο, σκληρό και βίαιο δρόμο… Μια παράσταση που επέλεξε τον ωμό ρεαλιστικό δρόμο για να αναδείξει τη βαναυσότητα, τη βιαιότητα, την αδιαφορία του κειμένου. Ο Δημήτρης Μπίτος είχε στη διάθεσή του μια ομάδα νέων ή πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών (Ελλη-Θεοδώρα Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου και Άλκηστις Πολυχρόνη), με τις τρεις γυναικείες ερμηνείες να έχουν μεγαλύτερη εσωτερικότητα. Στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ.

Tης Όλγας Σελλά


"...Το ΓΕΥΜΑ της Λείας Βιτάλη (κρατικό βραβείο θεατρικού έργου 1998) είναι τόσο δυνατό και τολμηρό που τίποτα δεν μπορεί να του ξεφύγει, καμία παθογένεια της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας... "
"...Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος ακολούθησε την ευθεία γραμμή του κειμένου που φτάνει πολύ βαθιά στην ανθρώπινη φύση και μας έδωσε μια όμορφη παράσταση. Οι έξι ηθοποιοί τα δίνουν όλα στη σκηνή και αξίζει να τους παρακολουθήσετε, αξίζει να δείτε πώς κατοικεί η βία μέσα μας."

Του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου


«Το "Γεύμα" της Λείας Βιτάλη είναι ένα έργο-σοκ, που γράφτηκε το 1998 εστιάζοντας στην ανερχόμενη τότε νεόπλουτη τάξη των εταιρικών στελεχών, αλλά αφορά πια το σύνολο της κοινωνίας. Η συγγραφέας σχολιάζει με αξιοσημείωτη προοικονομία την κοινωνική αποκτήνωση μπροστά στην έμφυλη βία, και το φαινόμενο του victim blaming: μια παρέα τριών ζευγαριών αποφασίζει την αναπαράσταση ενός βιασμού, προκειμένου να εξερευνήσουν την αλήθεια ή μη ενός συμβάντος που κυριαρχεί στην επικαιρότητα, και τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά. Το ανεβάζει σε μία εξίσου νευρώδη παράσταση ο Δημήτρης Μπίτος με μια νέα ομάδα ηθοποιών: Θεοδώρα-Έλλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου, Άλκηστις Πολυχρόνη (Θέατρο της Οδού Κυκλάδων).»

Της Τόνιας Καράογλου



"Επιστροφή στο Θέατρο! Το εξαιρετικό «Γεύμα» της Λείας Βιτάλη με την υπέροχη και δυναμική σκηνοθεσία του Δημήτρη Μπίτου.
Η συγγραφέας αργά αργά ανοίγει το λαμπερό κουτί τού δείπνου πολυτελείας και από μέσα πετάγεται το ελατήριο της κρατημένης βίας που μας σαρώνει! Λόγος σκληρός, καταστάσεις ακραίες, αθυρόστομες εκρήξεις, αλληλοπροσβολές, αποκτήνωση! Το κείμενο της Λείας Βιτάλη έρχεται σε μια ευτυχή σύμπλευση με τη σκηνοθετική τελειότητα του Δημήτρη Μπίτου που φτιάχνει μια καταπληκτική παράσταση, πολύ δουλεμένη, πολύ δεμένη και στις παραμικρές λεπτομέρειες –τόσο στις στιγμές ηρεμίας όσο και στις κορυφώσεις των εντάσεων. Ο ίδιος επιμελείται μουσικά τη δουλειά του με επιλογές που δένουν και αυτές άψογα στην παράσταση.
Οι έξι ηθοποιοί, παιδιά τής νέας γενιάς του Θεάτρου –που δεν κατεβαίνουν από την τηλεοπτική βιτρίνα της πιασάρικης δημοφιλίας για να μας γοητευόσουν πριν καν μπούμε στο θέατρο– δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες και αξίζει να τα θυμόμαστε με τα ονόματά τους: Θεοδώρα-Έλλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου, Άλκηστις Πολυχρόνη. Όλοι αναπαριστούν μια αρρωστημένη κατάσταση που πλέον είναι τόσο συχνή και τόσο δεδομένη που δεν προκαλεί φρίκη. Είναι αυτό ακριβώς που αναρωτιέται, όχι μόνο μία φορά, η οικοδέσποινα της βραδιάς μετά τον βιασμό και τον φόνο: «Γιατί δεν νιώθω φρίκη;»".

Του Διονύση Βραϊμάκη



ο Γεύμα» της Λείας Βιτάλη στρέφεται γύρω από ένα γεύμα στο οποίο μετέχει μια ετερόκλητη συντροφιά προσώπων της νεοσύστατης ευκαιριακής και δύσοσμης κοινωνικής κρούστας που έχει σχηματιστεί, καλύπτοντας την επιφάνεια του ελληνικού, και όχι μόνο, κοινωνικού τοπίου. Των γιάπηδων ή golden boys ή χρυσοκάνθαρων, όπως ευρηματικά τους έλεγε ο 19ος αιώνας. Μιλάμε βέβαια για τον σημερινό χωρίς κανόνες νεοφιλελεύθερο χρηματιστηριακό καπιταλισμό και τη σαρκοβόρο ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς. Μια ζούγκλα που στελεχώνεται από μεταλλαγμένα πρόσωπα κάθε ταξικής προέλευσης, αλλά αναδύεται από τον κοινωνικό βυθό, καθώς ο υπόκοσμος έχει ανέλθει πια στον αφρό.

Η συζήτηση μεταξύ των συνδαιτυμόνων, που κυμαίνεται από την πορεία του χρηματιστηρίου μέχρι τα δικαιώματα των γυναικών, επικεντρώνεται στο τέλος σε έναν πρόσφατο πραγματικό βιασμό που είχε συνταράξει την κοινή γνώμη και που η τηλεόραση αναπαρέστησε ρεαλιστικά, χρησιμοποιώντας ηθοποιούς στους ρόλους θύτη - θύματος. Το πράγμα καταλήγει σε ένα στοίχημα ανάμεσα στον φαλλοκράτη της παρέας και στη συνειδητοποιημένη γυναίκα. Το στοίχημα συνίσταται στην επί τόπου αναπαράσταση ενός βιασμού, για να διαπιστωθεί το βάσιμο ή όχι του επιχειρήματος των φαλλοκρατών, ότι η γυναίκα - θύμα ενός βιασμού πάντα προκαλεί τον θύτη επειδή «τα θέλει». Κάτι όμως δεν πηγαίνει καλά και η αναπαράσταση καταλήγει μοιραία στον πραγματικό βιασμό και φόνο της γυναίκας.

Πρόκειται για ένα σκεπτόμενο έργο - αποδεικτικό σωρείτη που καταλήγει σε μια προδιαγεγραμμένη από τον συγγραφέα θέση και συγχρόνως για ένα θεατρικό παίγνιο ανοιχτό σε κάθε εκδοχή. Αυτή η διπλότητα είναι και το κύριο πλεονέκτημά του, πέρα από τα επικαιρικά στοιχεία που το καθιστούν αμφίδρομα ελκυστικό. Έχω όμως να παρατηρήσω ότι δεν προχωρεί ώς το φυσικό του τέλος, δεν εξαντλεί τη δυναμική του. Το γεύμα του έργου είναι ανθρωποφαγικό, μιλάει με τρόπο ωμό για ένα επερχόμενο δριμύ μέλλον ανθρωποφαγίας που τελειούται, σύμφωνα με τη φύση του, με ομαδική ανθρωποφαγία και με τον διασπαραγμό του θύματος.

Η συγγραφέας δεν έκανε, νομίζω, αυτό το αποφασιστικό βήμα προς ένα θέατρο απόλυτης σκληρότητας που καθαρίζει τα αιμοσταγή τοπία. Ο «ρεαλισμός» του «Γεύματος» είναι λογοτεχνική επεξεργασία, η ωμοφαγία τελείται εδώ σε επίπεδο πιο πολύ συμβολικό μιας μυθιστορηματικής γραφής δύο διαστάσεων που δεν θεατροποιείται. Επειδή τέτοια «νούμερα» δεν τελειώνουν με ένα τηλεφώνημα μιας «συζύγου» στην αστυνομία.

Ο σκηνοθέτης, Δημήτρης Μπίτος, στο «Θέατρο της Οδού Κυκλάδων» έμεινε ίσως, νομίζω, λίγο περισσότερο στο γράμμα του έργου και στο «ρεαλιστικό» δεδομένο των βιασμών και της γυναικοκτονίας. Αγνόησε το αληθινό στοιχείο (άλλο ρεαλισμός, άλλο αλήθεια) της πάνδημης βίας, τόνισε το επικαιρικό και α-τόνισε το α-θέατο, πίσω από την εικόνα. Το έργο από μόνο του είναι ένας γεωμετρικός εφιάλτης που δεν χρειάζεται ωραιοποίηση και η παράσταση θητεύει στο «ωραίο», θέλει να το κάνει «ζωγραφιά». Ωστόσο, η βασικά νεανική ομάδα ΑΣΙΠΚΑ των ηθοποιών σώζει σε μεγάλο βαθμό το πράγμα, με την άρτια σωματική τους δράση, την αλληλοεπίδραση, την άριστη επικοινωνία σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με απίστευτη ένταση και τρομερούς ρυθμούς και με ασίγαστο πάθος να ξεχειλίζει σε ό,τι κάνουν.

Ξεχώρισα ιδίως την Άλκηστη Πολυχρόνη για την άρτια, πλαστική, ποιητική κίνησή της, αλλά μπράβο και σε όλα τα άλλα νέα παιδιά, Θεοδώρα - Έλλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνο Δαλαμάγκα, Δημήτρη Καστανιά, Θανάση Κριτσάκη, Ελένη Μιχαηλίδου, που επιτελούν άθλο ισορροπίας ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό.


Του Λέανδρου Πολενάκη



ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 


KPITIKEΣ

για το

“MEΓAΛO ΠAIXNIΔI”

     “...Eίτε παρακολουθείτε Nτέιβιντ Mάμετ είτε Λεία Bιτάλη θα ξαφνιασθείτε το ίδιο ανατρεπτικά. Aνατρεπτικά δεν σημαίνει ρηχός εντυπωσιαμός από φραστικά πυροτεχνήματα, που εκτοξεύουν χάρτινους χαρακτήρες με γενετήσιες ακρότητες και κατάλυση αξιών, αλλά απροσδόκητο ξετύλιγμα ενός σωστά δομημένου θεατρογραφήματος... Tο “Mεγάλο Παιχνίδι” της Λείας Bιτάλη καθηλώνει με την ιδιότυπη πλοκή του, τις λεκτικές του ελευθεριότητες που επιταχύνονται από την ψυχολογικά ξέφρενη δράση του, αλλά κυρίως από τις αντιδράσεις των 4 πρωταγωνιστών του, θύματα και θύτες στην απάνθρωπη διαδρομή για την κατάκτηση της εφήμερης εξουσίας... Eίναι προς τιμήν της Λ.B. που εμμένοντας σε μια θεατρική δωρικότητα αρχής, μέσης, τέλους, δεν καταδέχτηκε φθηνιάρικες παραχωρήσεις στη διάπλαση των χαρακτήρων της...”

AYPIANH (25.11.01)

     “...Έντονη δραματικότητα, ιλιγγιώδεις ρυθμοί, σύγχρονη θεματογραφία, και ήρωες αντι-ηρωικούς. Πράγματι το έργο της Λείας Bιτάλη συναντά, δραματολογικά μιλώντας, την πολύ σύγχρονη γραφή της ξένης αλλά και της εγχώριας θεατρικής παραγωγής... Tα τεκταινόμενα στη σκηνή του θεάτρου απομoνώνουν ηρωικά και πένθιμα τέσσερις αντι-ήρωες δρώντες στο χώρο ενός εφιαλτικού τεχνολογικού “διαδρόμου”, περιμένοντας την οικονομική επιβράβευση για να εκτοξευθούν στην ουτοπία ενός προσωπικού προσδόκιμου που τους καθιστά παραδειγματικά μεγέθη διογκωμένα απ’ την επιμέρους συμβολή εκατοντάδων ομοϊδεατών του χρήματος...”

BPAΔYNH (29.11.01)

    

     “...Συναντάμε συμπυκνωμένο και υπό το φως των προβολέων ό,τι κάποιοι από μας αποστρέφονται στην αληθινή ζωή. Tην Eλλάδα των πολυεθνικών, του νεοπλουτισμού και της τεχνολογικής κατάληψης, του αμοραλισμού και του ανελέητου ανταγωνισμού... Άνθρωποι απέραντα βαρετοί, σε χώρους αποψυλωμένους από ζωή, από τους οποίους η Λεία Bιτάλη αποστάζει τη δραματικότητα μιας νέου τύπου Aυλής των Θαυμάτων, με καινούριους κακομοίρηδες...”

EΛEYΘEPOTYΠIA (7.1.02)

     “Στόχος του Mεγάλου Παιχνιδιού της Λείας Bιτάλη είναι ν’ αποδείξει πως η εξουσία και το χρήμα διαφθείρουν. Kάτι τέτοιο βέβαια το γνωρίζουν πια και οι κότες, η συγγραφέας εδώ δεν ανακάλυψε την πυρίτιδα. Mοιάζει σα να θέλει να μας αποδείξει σήμερα πως η Γη γυρίζει... Kαι στο νέο της έργο, μια θεατρική παραβολή της παγκοσμιοποίησης, δυστυχώς διακρίνονται με την πρώτη ματιά τα ίδια ελαττώματα μορφής που εντοπίσαμε στα παλιότερα θεατρικά της: μια έλλειψη αυτόνομης ανάπτυξης των χαρακτήρων, μια μεγαλοστομία, μια ρητορεία και κυρίως μια τάση να μιλά η συγγραφέας μέσω των προσώπων της, να εφράζεται για λογαριασμό τους, να τους επιβάλλει εκείνη κανονιστικά τι πρέπει κάθε φορά να πουν και τι όχι. M’ αυτό τον τρόπο μετατρέπεται το έργο σε μια διαρκή έκθεση ιδεών και μάλιστα διδακτικού γυμνασιακού χαρακτήρα...”

AYΓH (30.12.01)

     “...H Λεία Bιτάλη καταγγέλει την απληστία και τον ξεπεσμό, την αιματηρή αγωνία και τον αδίστακτο κυνισμό της μεγάλης τράπεζας, που είναι η οργανώτρια του παιχνιδιού και τους παίκτες που προσέρχονται ως λαγοί στην αρένα του θηρίου, αποδεχόμενοι τους όρους του. Δείχνει επίσης τις ρωγμές όσων δεν αντέχουν στην πίεση, την ανάφλεξη της πικρίας και της αγανάκτησης όσων καταλαβαίνουν επιτέλους ότι από παίκτες κατάντησαν εμπαιζόμενοι και μάλιστα αισχρά. Όμως με διδακτικές προθέσεις δεν γίνεται απαραιτήτως καλό θέατρο. Oι χαρακτήρες είναι αβαθείς, οι διάλογοι βαλτώνουν στη φλυαρία και τις επαναλήψεις, η εξέλιξη της πλοκής είναι προβλέψιμη, ο κανιβαλισμός βέβαιος, μια που κανένα παιχνίδι δεν τελειώνει χωρίς εξιλαστήριο θύμα... Aν και ρεαλιστικά στημένο, είχε άφθονες ασάφειες και έναν εξωπραγματικά εν τέλει χαρακτήρα (τηλεοπτικά παιχνίδια με ερωτήσεις κρίσεως δεν υπάρχουν).”

AΘHNOPAMA (11.1.02)

     “...Tο Mεγάλο Παιχνίδι εγκλωβίζει ασφυκτικά τους ήρωες τόσο στην αίθουσα όπου διαδραματίζεται όσο και στις παγίδες που στήνει η κυριαρχία του χρήματος και κατ’ επέκταση η παραπλανητική αίσθηση εξουσίας. H συγγραφέας έχει διδακτικές προθέσεις. Kαμία αντίρρηση. Mόνο που τα μαθήματα μέσω προφανών συμβολισμών είναι λίγο περισσότερο διάφανα απ’ όσο χρειάζεται για να δώσουν μια ύπουλη γροθιά στο στομάχι... Ωστόσο οι μηχανισμοί του καπιταλιστικού κόσμου είναι όλοι εκεί και η έκθεσή τους μπορεί να προβληματίσει. O εξευτελισμός, το γενικότερο ξεπούλημα αξιών, η πνευματική και ψυχική πτώχευση, ακόμα και τα συμπτώματα μιας παθολογίας που εκπορεύεται από την τρέχουσα κοινωνική συνθήκη”.

ECHO & ARTIS (1.2.02)

 



ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ROCK STORY



Κριτική για το Rock Story από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο

 

…Η Λεία Βιτάλη είναι μια θεατρική συγγραφέας που καταπιάνεται πάντα με καίρια θέματα της Ελληνικής πραγματικότητας. Πάντα με κεραίες ευαίσθητες συλλαμβάνει τους ήχους μιας ορχήστρας κοινωνικής που παίζει φάλτσα ή παίζει χαζοχαρούμενα δημιουργώντας έναν άλλον, εξ ίσου επικίνδυνο, εθισμό, την αμεριμνησία, το «ωχ αδερφέ» ή το «ας πάει και το παλιάμπελο» ή, το χειρότερο, «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξουμε»! Στο πρόσφατο έργο της Βιτάλη «Rock Story» που παίζεται στο θέατρο Αργώ της Αιμιλίας Υψηλάντη – με την ίδια να πρωταγωνιστεί ως μια από τις γνωστές μητέρες που ρουφούν τον ιχώρα των παιδιών τους «από πολλή αγάπη» - ένας πατέρας (Γιώργος Ζιόβας) εθισμένος στο κυνήγι του χρήματος πάντα για το «καλό των παιδιών», αλλά με την απουσία του ή τον αυταρχισμό του οδηγεί ένα ταλαντούχο στη μουσική παιδί στις ουσίες και εν τέλει στον θάνατο, ενώ ο νεαρός συνθλίβεται ανάμεσα σε μια γυναίκα που θέλει εκείνη να του διαλέξει τη ζωή και μια αδελφή που προσαρμόζεται στο σύνηθες. Ο Βασίλης Παναγιωτίδης είναι ηθοποιός με ψαχνό και έξοχως τραγουδιστής ευρείας γκάμας. Η Δήμητρα Βαμβακάρη και η Έλια Βεργανελάκη έχουν σκηνικό τσαγανό. Οι δύο έμπειροι, Υψηλάντη ‘σε δύσκολο ρόλο αποχρώσεων’ και Ζιόβας, έξοχοι και συνάμα λιτοί. Η Κωστέα (εικαστικά), η Μαραγκουδάκη ‘φωτισμοί’, οι Βολιώτης ‘έξοχο βίντεο, φωτογραφίες’ και Σιδηροκαστρίτης (βίντεο) συμπληρώνουν μια παράσταση που έχει σπουδαίο και αναγκαίο λόγο υπάρξεως.

ΤΑ ΝΕΑ (13/5/2019)

 

https://www.tanea.gr/print/2019/05/13/lifearts/to-anousio-kai-oi-ousies/

 


Με εργαλείο το σώμα

Εντυπη εκδοση Πολενάκης Λέανδρος

Δημοσίευση: 24 Ιουνίου 2019 22:30

Το "Rock Story" της Λείας Βιτάλη στο Θέατρο "Αργώ"

 

Του Λέανδρου Πολενάκη

“Ο Λεό, κεντρικός ήρως του έργου της Λείας Βιτάλη 'Rock Story' που οδεύει από την απόλυτη ελευθερία και τον ασυμβίβαστο έρωτα στην αυτοκαταστροφή, εμπνέεται από τον βίο και την τέχνη του Παύλου Σιδηρόπουλου. Οικογενειακό περιβάλλον, ουσίες, μουσικές, έρωτας και στο κέντρο ένας ταλαντούχος νέος άνδρας που ανυπομονεί να φτάσει στην κορυφή. Ελλάδα του '80. Μια ροκ συναυλία. Ο ήρωας θα ξεπεράσει τα όρια και θα αφήσει την τελευταία του πνοή επάνω στη σκηνή. Ποιός είναι; Τι ζητούσε από τη ζωή και πώς έφτασε εκεί;”

Στα λίγα λεπτά που μεσολαβούν από το εδώ στο επέκεινα, περνάει από εμπρός του η ζωή του ολόκληρη, σαν ταινία του σινεμά ή, θα προτιμούσα, σαν καβαφικός αόρατος θίασος με μουσικές... Αυτές τις ανήκουστες μουσικές άκουσε η Λεία Βιτάλη και τις μετέγραψε σε ένα “ροκ” θεατρικό έργο που είναι, θα το πω με το χέρι στην καρδιά, το μέχρι σήμερα καλύτερό της.

Αντί για δική μου εισαγωγή, επιλέγω να παραθέσω σήμερα λόγια της ίδιας της συγγραφέως από το σημείωμα του προγράμματος, που προσυπογράφω ευχαρίστως:

“Όταν άρχισα να σχεδιάζω στο μυαλό μου το 'Rock Story', πίστευα ότι θα έγραφα την ιστορία ενός ροκ σταρ. Έβλεπα μπροστά μου την εικόνα ενός νέου ανθρώπου να τα δίνει όλα επάνω στη σκηνή. Να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Να αναζητά την απόλυτη ελευθερία. Να ονειρεύεται την επανάσταση και τον αυθεντικό έρωτα. Γιατί αυτό είναι το ροκ. Μια στάση ζωής (...) Όμως το 'Rock Story' ήταν για εμένα η αφορμή να μιλήσω και για κάτι άλλο που με έκαιγε (...) Γράφοντας άρχισαν να αναδύονται εικόνες 'οικογενειακής ευτυχίας' που σφράγισαν τη μοίρα του Λεό. Εμφανίστηκαν εικόνες δρόμου μέσα σε πλήθος που κυνηγιόταν απο τανκς, ύστερα απελπισμένοι έρωτες που έσβηναν σε θαλασσοδαρμένες ακρογιαλιές (...) Αλλά το 'Rock Story' μπορεί να κρύβει και άλλα μυστικά (...) Συγχρόνως είναι ένα βαθύτατα ψυχολογικό έργο που αναφέρεται στις ανθρωποφαγικές σχέσεις μέσα στη διαταραγμένη ελληνική οικογένεια, όπου η βία, κρυφή και φανερή, συνθλίβει την προσωπικότητα των νεοτέρων μελών της, σπρώχνοντάς τους στα άκρα. Για εμένα εντέλει το 'Rock Strory' είναι μια ξέφρενη πορεία από την απόλυτη ελευθερία και τον ασυμβίβαστο έρωτα στη μετωπική σύγκρουση με τον θάνατο. Με όχημα το σώμα του ήρωα, το όνειρο και τη ροκ μουσική.”

Το πιο πάνω “συγχρόνως”, στην περίπτωση του 'Rock Story' κυριολεκτείται. Πρόκειται για μια μουσική συγ-χρονία. Το κυρίαρχο μουσικό κομμάτι (μέλος). το σωματικό (όρχηση - υπόκριση) και το κειμενικό (λόγος - στίχοι), συνιστούν έναν ενιαίο τόπο γραφής που υπερβαίνει θετικά το άθροισμα των μερών του: μια “συστημική” όπερα που δεν ομολογεί το όνομά της. Αυτό είναι το κρυμμένο μυστικό του «Rock Story», όπως κάθε αληθινής τέχνης: η υπέρβαση προς τα άνω του εαυτού της. Το δημιουργικό “ψήλωμα του νου”, που λένε. Η σκηνοθεσία του έμπειρου Γιάννη Καραχισαρίδη πετυχαίνει απόλυτα τον στόχο, με όχημα τις ροκ μουσικές και εργαλείο το ελεύθερο σώμα - διάνοια των ηθοποιών. Που σε καμία περίπτωση δεν γίνονται τυφλά όργανα.

Η Αιμιλία Υψηλάντη γίνεται ο στέρεος, αναντικατάστατος “φέρων” οργανισμός του όλου οικοδομήματος. Ο Γιώργος Ζιόβας (Λεό) είναι μονολεκτικά αυθεντικός, ο Βασίλης Παναγιωτίδης καταθέτει όλη την εμπειρία του, η Δήμητρα Βαμβακάρη δίνει σε όλο της το εύρος την προσωπικότητα της “μητρικής αδελφής” και η χαρισματική Έλια Βεργανελάκη, που επίσης χορεύει, τραγουδάει, συνθέτει και εκτελεί, ένα αληθινό “διαμάντι”. Σκηνικά-κοστούμια (Χριστίνα Κωστέα), φωτισμοί (Κατερίνα Μαραγκουδάκη), video art (Γιάννης Βολιώτης) συν-τρέχουν.

 

https://www.avgi.gr/article/10971/9975290/me-ergaleio-to-soma?fbclid=IwAR3f4wbRzs-hGs-qU1VV85kNfNK7wsV7quzAX1rM3RjCBlGigckRFGtA6TY#

 



 


Τολμηρή η απόφαση της Αιμιλίας Υψηλάντη να ανεβάσει το άπαιχτο στην Αθήνα (ανέβηκε στο ΚΘΒΕ το 2009) έργο της Λείας Βιτάλη «Rock Story». Τολμηρό και το έργο τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως τεχνική γραφής. Παρόλο που η Βιτάλη είναι άριστη γνώστρια της σκηνής ώστε να προβλέπει λύσεις για κάθε δραματουργική δυσκολία, εξαρτάται και από τον σκηνοθέτη της παράστασης να επιδείξει  δεξιότητα αλλά και έμπνευση ώστε να καταθέσει το καλλιτεχνικά άρτιο αποτέλεσμα. ενός ανέντακτου μουσικού του ελληνικού χώρου αφού με το «Ζεϊμπέκικο» -που ανέβηκε στο Studio Μαυρομιχάλη το 2013 και επαναλήφθηκε για τρεις χρονιές – ασχολήθηκε με τη ζωή ενός λαϊκού συνθέτη και τραγουδιστή, ελεύθερα εμπνευσμένη από πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα. Στο «Rock Story» πηγή έμπνευσή της αποτελεί και πάλι πραγματικό πρόσωπο, η ζωή και το τέλος του εμβληματικού ροκά Παύλου Σιδηρόπουλου του οποίου τραγούδια και στίχοι -μαζί με εκείνα ξένων ροκ συγκροτημάτων της εποχής όπως των Rolling Stones, Doors, Queen κι άλλων- ακούγονται επί σκηνής, δραματουργικά ενταγμένα στην υπόθεση. Φυσικά, αν τον καμβά του έργου αποτελούν γνωστά βιογραφικά στοιχεία του Σιδηρόπουλου αυτό δεν σημαίνει ότι η Βιτάλη γράφει μια βιογραφία του Σιδηρόπουλου. Η στόχευσή της είναι να αναδείξει όχι μόνο το ασυμβίβαστο που εκπροσωπούσε μια γενιά που λάτρευε το ροκ και την επαναστατική του ιδεολογία, αλλά, παράλληλα, να ανιχνεύσει τις οικογενειακές σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας, τα αδιέξοδα, την καταπίεση, τους εγωισμούς με περιτύλιγμα αγάπης.

                           Το ελληνικό ροκ και το κατεστημένο

Ο ήρωάς της, ο Λεό, παιδί εύπορης οικογένειας, έρχεται σε αντίθεση με το κατεστημένο που αυτή εκπροσωπεί και παρόλο που για ένα διάστημα θα δεχτεί να δουλέψει στο εργοστάσιο του πατέρα του, σύντομα θα το εγκαταλείψει για να αφιερωθεί στις συναυλίες και ηχογραφήσεις του στο στούντιο. Ταυτόχρονα, θα βρει στην πρέζα τον μόνο σύντροφο που «δεν τον απογοητεύει», αυτήν που θα τον οδηγήσει στον θάνατο. Απαγορεύσεις των τραγουδιών του, πίστη στην επανάσταση που μπορεί να φέρει το ροκ στην κοινωνία, παράξενες οικογενειακές σχέσεις και μια μητέρα η οποία,  γοητευμένη από τον καλλιτέχνη γιο της, τον προωθεί και ταυτόχρονα τον καταπιέζει ασφυκτικά είτε με συναισθηματικούς εκβιασμούς είτε επεμβαίνοντας ακόμη και στις πλέον προσωπικές του σχέσεις επιθυμώντας έναν αιώνιο γιο που δεν πρέπει να αποκτήσει δική του οικογένεια, δημιουργούν ένα αγρίμι που περιφέρεται μεταξύ δύο ανόμοιων, συγκρουόμενων κόσμων, επιδιώκοντας την κοινωνική ‒αλλά ανήμπορος να επιτύχει πριν‒ την προσωπική του επανάσταση.  

Το έργο της Βιτάλη αρχίζει με τον νεκρό από υπερβολική δόση ηρωίνης Λεό πεσμένο στο δάπεδο και με φλας-μπακ κινείται σε εκείνο το ελάχιστο διάστημα μεταξύ ζωής και θανάτου όπου οι μνήμες μιας ζωής εισβάλλουν άτακτα και χωρίς γραμμική σειρά στο μυαλό του ετοιμοθάνατου. Έτσι, το έργο δημιουργεί εικόνες σε μια συνεχή κίνηση μέσα στον χρόνο, με συνεχείς χρονικές αναλήψεις και προλήψεις, γεγονός που απαιτεί από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς τάχιστες όσο και σαφείς εναλλαγές-ταξίδια στον χρόνο. Με αυτό τον τρόπο, η παράσταση παρακολουθείται με αμείωτο ενδιαφέρον καθώς διαρκώς αποκαλύπτονται νέα στοιχεία των χαρακτήρων, νέες καταστάσεις που προηγήθηκαν, ενώ απαιτεί εγρήγορση από τον θεατή ώστε να δημιουργήσει ο ίδιος τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων.

                                       Σκηνοθετικές αβλεψίες

Η παράσταση ανέβηκε στη δεύτερη σκηνή του Θεάτρου Αργώ με όσα πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα σημαίνει αυτό. Στα πρώτα θα τοποθετούσα την αμεσότητα των επί σκηνής προσώπων με την πλατεία. Στα μειονεκτήματα θα τοποθετούσα την όχι άψογη ακουστική του συγκεκριμένου χώρου, ειδικά δε για ένα έργο το οποίο διατρέχει η μουσική και μάλιστα στην ροκ εκδοχή της με την ανάλογη ένταση.

Εδώ εντοπίζονται και τα βασικά λάθη της σκηνοθεσίας που ανέλαβε ο Γιάννης Καραχισαρίδης: πρώτον δεν δίδαξε ‒σε κάποιους τουλάχιστον από τους ηθοποιούς του με αιχμηρότερη φωνή‒ να αποφεύγουν τους υψηλούς τόνους κατά τις συγκρούσεις των προσώπων με αποτέλεσμα να χάνεται ο λόγος. Δεύτερον, υπερ-επένδυσε με μουσικά ροκ κομμάτια την παράσταση όχι μόνο μη αφήνοντας χώρο σε απαραίτητες παύσεις-ανάσες αλλά και ρίχνοντας δυνατή μουσική πάνω στον λόγο των προσώπων τα οποία πλέον δεν ακουγόταν τι έλεγαν. Έτσι, χάθηκαν κάποιοι σημαντικοί διάλογοι, για παράδειγμα, μεταξύ της μητέρας Νάντιας και του Λεό.

Ο ενιαίος χώρος επέτρεπε την ανάδειξη της τάχιστης χρονικής μετατόπισης μόνο μέσω της χωρικής μετατόπισης των προσώπων με την ανάλογη αλλαγή κοστουμιών και σκηνικών (της Χριστίνας Κωστέα), όσο αυτό ήταν δυνατόν και δεδομένης της απουσίας κάποιων αναγκαίων σκηνικών αντικειμένων. Πρωτεύοντα ρόλο, ωστόσο, θα έπρεπε εδώ να παίζει ο φωτισμός στον οποίο δεν φαίνεται να δόθηκε η δέουσα προσοχή από την ταλαντούχα Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Ο φωτισμός θα έπρεπε να ορίζει όχι μόνο διαφορετικούς τόπους αλλά και χρόνους με σαφείς χρωματικές εναλλαγές, σταθερούς δείκτες του εκάστοτε χωρο-χρόνου.

Τα βίντεο του βάθους του Διονύση Σιδηροκαστρίτη ούτε αρκετά για μια τέτοια λειτουργία ήταν αλλά ούτε ιδιαίτερα εμπνευσμένα και μάλλον άστοχα ‒ ειδικά στις σκηνές των μονολόγων των προσώπων. Οι σκηνές των συναυλιών παρέμεναν σε ένα αδικαιολόγητο σκοτάδι με μόνη δείξη τόπου κάποια ψυχεδελικά σχέδια να προβάλλονται στον πίσω τοίχο.

Κάποια πειστικότερη λύση θα μπορούσε επίσης να βρεθεί ως προς την εμφάνιση του Λεό στις εναλλαγές των χρονικών στιγμών του. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δούλευε, με σακάκι και γραβάτα, στο εργοστάσιο με το ίδιο όμως ακριβώς μαλλί -αφάνα με το οποίο εμφανίζεται στην επαναστατική του περίοδο και στις συναυλίες του. Ο ρεαλισμός θέλει συνέπεια.

Αν εξαιρέσουμε τα παραπάνω ατοπήματα που αναγκαστικά οφείλονται πρώτιστα στον σκηνοθέτη και δευτερευόντως στους συνεργάτες του, οι ηθοποιοί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να υπερπηδήσουν τα εμπόδια. Η Αιμιλία Υψηλάντη, στον ρόλο της μητέρας αράχνης που σταδιακά καθηλώνεται στο κρεβάτι από ανίατη ασθένεια και ζητά από τον γιο της να την απαλλάξει από τον ψυχικό και σωματικό πόνο, κρατάει σωστά τις εναλλαγές, δημιουργώντας ένα οικείο πρόσωπο ελληνίδας μάνας, απομακρυσμένης από τον σύζυγο, γεμάτη έγνοια για τον γιο της που πίσω της κρύβει άκρατο εγωισμό.

Οι σκηνές της αρχής και του τέλους όπου, νεκρή, με γλυκιά, παρακαλετή φωνή καλεί τον ημιθανή Λεό κοντά της, συμβολίζουν την απαίτησή της για επάνοδό του στη μήτρα. Εδώ, ας σημειωθεί ότι το κείμενο προβλέπει ότι ο Λεό, καθώς κείται γυμνός σε εμβρυακή στάση, φορά ένα κόκκινο φόρεμα, πανομοιότυπο με αυτό της μητέρας και σπεύδει κοντά της. Η σκηνοθεσία, ίσως κρίνοντας τολμηρή μια τέτοια, όμως πλήρη νοήματος, «παρενδυσία» δεν ακολούθησε το κείμενο. Θα συγκρατήσω ως εξαιρετική ερμηνευτική στιγμή της Υψηλάντη πρώτιστα τη σκηνή του μονολόγου της, καθηλωτική στη λιτότητά της, και στη συνέχεια εκείνη του τελικού διαλόγου της με τον Λεό όπου, άρρωστη πλέον, του ζητά “πρέζα”.

Ο νεαρός Βασίλης Παναγιωτίδης, ως Λεό, ανέλαβε ένα απαιτητικό ρόλο τόσο ερμηνευτικά όσο και φωνητικά και, παρά τις αντιξοότητες που δημιουργούσε ο χώρος, απέδειξε ότι διαθέτει ταλέντο. Στα διαλογικά μέρη, όταν δεν υπήρχαν εξάρσεις που διάχεαν τη φωνή ή δεν επικαλυπτόταν από μουσική, ήταν αποτελεσματικός και με ενδιαφέροντες χρωματισμούς ενώ στα τραγουδιστικά μέρη, όταν δεν συνοδευόταν από την έντονη ηχογραφημένη μουσική, απέδειξε ότι διαθέτει μια υπέροχη φωνή σε υψηλές όσο και χαμηλές νότες, τόσο σε ελληνικό όσο και αγγλικό στίχο. Ένας ηθοποιός που υπόσχεται πολλά στο μέλλον και στο μουσικό θέατρο. Κινησιολογικά έδειξε επίσης ότι έχει ικανότητες, λόγω όμως του ιδιάζοντος ρόλου πιστεύω ότι θα αναδεικνυόταν περισσότερο αν τύγχανε κινησιολογικής διδασκαλίας και τολμηρότερων σκηνών.

Ευχάριστη έκπληξη, με ιδιάζουσα μπάσα φωνή ανεπηρέαστη από τη διάχυση του χώρου και σωστή κίνηση για τον ρόλο της αγαπημένης του Λεό Γιασεμής, με επίσης ωραία φωνή στο τραγούδι, ήταν η νεαρή ηθοποιός Έλια Βεργανελάκη.

Τον ρόλο του πατέρα Μανώλη, με πλήρη γνώση του μέτρου, ανέλαβε ο έμπειρος Γιώργος Ζιόβας με ωραία σκηνή εκείνη της αμηχανίας κατά τη συμφιλίωση με τον γιο του. Εκείνον της κόρης Χρυσόφης, μεταξύ άλλων σύντομων ρόλων, ανέλαβε η σωστή στην ευκρίνειά της Δήμητρα Βαμβακάρη.

Το «Rock Story» είναι ένα σημαντικό έργο, τολμηρό σε πολλά επίπεδα, πρόσφορο για ανέβασμα και σε μεγάλη σκηνή. Στην παρούσα σκηνική εκδοχή του έτυχε ζεστής αντιμετώπισης παρόλο που η σκηνοθεσία υπήρξε μάλλον άτολμη απέναντί του, απαλύνοντας κάποιες από τις αιχμές του αντί να το απογειώσει ακόμη περισσότερο, καθιστώντας το σκηνικά ουσιαστικά και αντισυμβατικά ροκ ‒ και αυτό όχι απλώς με την ένταση της μαγνητοφωνημένης ροκ μουσικής.

Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Βολιώτη.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

 

https://www.imerodromos.gr/sta-paraskinia-toy-rok/?fbclid=IwAR2D_hgibNpQ6fkQ6jA6oYE9uIRT_Siw0VvgDS0sCpuAPWGX-HjinSjaarQ



Της Ζωής Τόλη

Είδαμε το «Rock story», στο θέατρο Αργώ, ένα ρηξικέλευθο έργο της βραβευμένης συγγραφέως Λείας Βιτάλη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καραχισαρίδη και ένα επιτελείο αξιόλογων ηθοποιών.

Μία βαθιά ανθρώπινη ιστορία, ένα δράμα, εμπνευσμένο από τον «πρίγκιπα του ροκ», Παύλο Σιδηρόπουλο, (1948- 1990), διανθισμένο με στοιχεία μυθοπλασίας που υπογραμμίζουν τη σύγκρουση των γενεών, τα αδιέξοδα, την υποκρισία, τις ελπίδες για δικαιότερο κόσμο κόντρα στο κατεστημένο μιας ταραγμένης εποχής.

Η πορεία και το τέλος ενός ροκ ειδώλου, ενός επαναστάτη που λάτρεψε την απόλυτη ελευθερία και την έκανε θρησκεία του μέσα στην τεράστια μοναξιά της ύπαρξής του. Εδώ βέβαια μιλάμε για τον αγώνα ενός νέου ανθρώπου και μιας ολόκληρης γενιάς, που ονειρεύεται να χειραφετηθεί, αποτινάσσοντας κάθε σύμπλεγμα και βολικό στερεότυπο των γονιών της.

Οι νέοι της τότε χρονικής συνθήκης, αμφισβητούν τον κομφορμισμό των μεγαλύτερων που ως παιδιά του πολέμου, συμβιβάζονται με μια μίζερη και θλιβερή μικροαστική ζωή.

Ο θεματικός πυρήνας του έργου περιστρέφεται γύρω από το αρχέτυπο «μητέρα» και το πώς αυτή από θύμα μετατρέπεται σε θύτη, εκμεταλλευόμενη τους πάντες με πρόσχημα την αρρώστια της. Επηρεάζει το γιο της σε απίστευτο βαθμό, ώστε εκείνος να νιώθει ενοχές και εκείνη να τον θέλει προσκολλημένο πάνω της.

Αρνείται πεισματικά να έχει προσωπική ζωή και αγωνίζεται να παραμείνει κτήμα της, σχεδόν μέχρι το τέλος. Καθώς είναι συγκρουσιακή και κυκλοθυμική, αναπτύσσει μια «σχέση ερωτικής φαντασίωσης» μαζί του, φερόμενη σκληρά στα άλλα μέλη της οικογένειας. Ο Λεό πασχίζει να αποδεσμευτεί, ώστε να ενηλικιωθεί, παίρνοντας τον έλεγχο και την ευθύνη της δικής του ζωής. Διψά να είναι ελεύθερος, να πετάξει μακριά από το αρρωστημένο οικογενειακό κλίμα και να υπηρετήσει τα δικά του ιδανικά.

Η εξάρτηση των παιδιών από τη μητέρα, είναι πάντα ένα ζήτημα κλασικό, νευραλγικό, επίκαιρο, επίπονο και βασανιστικό. Όσο υπάρχουν γυναίκες που δεν θέλουν να είναι πραγματικές μάνες και γενναία στηρίγματα για τα παιδιά τους, πάντα θα έχουμε ανάλογες περιπτώσεις συμβίωσης.

Τα λιτά σκηνικά και τα ενδεικτικά κοστούμια εποχής φρόντισε η Χριστίνα Κωστέα, τον αριστοτεχνικό σχεδιασμό των φωτισμών η έμπειρη Κατερίνα Μαραγκουδάκη, την επιμέλεια της μουσικής ο Γιάννης Καραχισαρίδης, τις φωτογραφίες και το αισθητικά ολοκληρωμένο video art ο Γιάννης Βολιώτης.

Ακούγονται τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου, των Queen, Rolling Stones, Pink Floyd, Black Sabbath, Janis Joplin, Kansas, Doors, Iggy POP και άλλων ροκ εκπροσώπων της εποχής. Τραγούδια που στιγμάτισαν τις δεκαετίες του ´60, του ´70 και του ´80.

Χωρίς πολλά σκηνικά και μοντέρνα ευρήματα η σκηνοθετική γεωμετρία επικεντρώνεται στην υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών και αποδεικνύει πως τα πολλά φτιασίδια δεν ορίζουν τη δυναμική του θεατρικού λόγου.

Ο Γιάννης Καραχισαρίδης με μέτρο υποστηρίζει υφολογικά / νοηματικά και λεκτικά το σύγγραμμα της Λείας Βιτάλη, ώστε σκηνικά να αποδοθεί και ο προβληματισμός και η συναισθηματική στόφα του θεατρικού πονήματος. Χρησιμοποιεί με ευρωστία τους δραματουργικούς άξονες, ώστε και το χιούμορ και η συγκίνηση να αγγίξουν το κοινό, χωρίς ίχνος υπερβολής ή μελοδράματος.

Αξιοπρόσεκτη η υπό μορφή μονολόγου επαφή με το κοινό, του καθένα ήρωα ξεχωριστά, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Έτσι παράγεται συνεκδοχικά ένα «ιντερμεδιακό» διάλειμμα που συμπληρώνει το πορτραίτο των προσώπων και ταυτόχρονα προωθεί το μύθο.

Ο Βασίλης Παναγιωτίδης διακρίνεται για την υποκριτική αρτιότητα και την υποδειγματική μουσική ερμηνεία σε ένα ρόλο σύνθετο που προϋποθέτει και ψυχική δύναμη και σωματική αντοχή. Κίνηση, λόγος, έκφραση προσαρμόζονται εύρυθμα στην προσωπικότητα του πρωταγωνιστή.

Αναδύονται τραύματα και πληγές μέσα στη δυσλειτουργική του οικογένεια, ένα περιβάλλον ιδιαίτερα τοξικό, ανίκανο να αγκαλιάσει την ευαίσθητη ψυχή του. Καταφύγιο η μουσική, ο ασυμβίβαστος έρωτας και οι χημικές ουσίες. Ο ταλαντούχος περφόμερ «φωτίζει» με ενεργειακή δεξιότητα τη διαδρομή του ροκ σταρ, βήμα βήμα προς την αυτοκαταστροφή.

Τη μητέρα υποδύεται καταπληκτικά η μοναδική Αιμιλία Υψηλάντη, με ικμάδα, ευαισθησία και τις σωστές κορυφώσεις. Μια γυναίκα που υποχρεώθηκε να υποκύψει στα «θέλω» των άλλων, προδίδοντας τα όνειρά της. Αυτή η ακούσια αυτοφυλάκισή της την μετατρέπει σε δεσποτικό άτομο με απόλυτο έλεγχο στο Λεό που τον πνίγει με την «αγάπη» της. Ξεχωρίζει για το πάθος, τη δραματική ένταση, τον χορογραφημένο ρυθμό και την υποκριτική της χάρη.

Ο Γιώργος Ζιόβας παίζει το συντηρητικό πατέρα με ευστοχία και σκηνική ευχέρεια. Ανταποκρίνεται με πληρότητα στην πρόκληση του ρόλου, ως ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος που αμύνεται σθεναρά απέναντι στον κίνδυνο, μεταποιούμενος σε αυταρχικό και απότομο χαρακτήρα.

Η αδελφή του Λεό είναι η Δήμητρα Βαμβακάρη, μία παρουσία εύθραυστη και πληγωμένη, καθώς νιώθει παραγκωνισμένη, χωρίς το μητρικό νοιάξιμο. Υπηρετεί τη θεατρική πράξη με δραματική ωριμότητα, μέτρο και συνέπεια, λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος της οικογένειας, χωρίς επιτυχία.

Η Έλια Βεργανελάκη ενσαρκώνει την ερωτική σύντροφο του Λεό, μία τρυφερή, ειλικρινή και ευάλωτη ύπαρξη που κινείται ανάμεσα στην αγάπη και τη λογική. Διακρίνεται για τη σκηνική ευσυνειδησία, το ανεπιτήδευτο της ιδιοσυγκρασίας και την πολυεδρική κινητική της εκφραστικότητα.

Συνολικά η διανομή αποτελεί μία σφιχτοδεμένη ομάδα που με ζήλο και αγάπη, χωρίς γραμμικότητα και διεκπεραίωση ιχνογραφούν επιμελημένα τους χαρακτήρες.
«Rock story», έργο με καλλιτεχνική αξιοσύνη που παράγει πληθώρα αντικρουόμενων εικονογραφικών εγγραφών, προσδοκιών και εμπειριών. Παράσταση με πολυμερείς σεκάνς, μεστό /στιβαρό κείμενο γεμάτο έμπνευση, ευλύγιστη σκηνοθετική γραμμή και βαθιές ερμηνείες, μάρτυρες της σύγκρουσης πραγματικότητας – ουτοπίας.

Θεατρική δουλειά, με ενσυναίσθηση, δική της πνευματικότητα και διαχρονική εμβέλεια που διατηρεί ακμαία την οχληρότητά της απέναντι σε κάθε σύστημα που στραγγαλίζει το «όνειρο».

 

 

https://www.enetpress.gr/%CE%B5%CE%AF%CE%B4%CE%B1%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF-rock-story-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B2%CE%B9%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B8%CE%AD%CE%B1/